Παρασκευή 28 Απριλίου 2017

Ή νηπτικῆ ἐργασία ὡς ἀνάγκη ἐπιτακτική ~ πρωτοπρ. Ιωάννης Φωτόπουλος


Ή νηπτικῆ ἐργασία ὡς ἀνάγκη ἐπιτακτική
Πρωτοπρ. Ιωάννου Φωτοπούλου



«Οἱ Προφῆται ὡς εἶδον, οἱ Ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν, ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν, οἱ Διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν, ἡ Οἰκουμένη ὡς συμπεφώνηκεν, ἡ χάρις ὡς ἔλαμψεν, ἡ ἀλήθεια ὡς ἀποδέδεικται, τὸ ψεῦδος ὡς ἀπελήλαται, ἡ σοφία ὡς ἐπαρρησιάσατο, ὁ Χριστὸς ὡς ἑβράβευσεν, 

οὕτω φρονοῦμεν, οὕτω λαλοῦμεν, οὕτω κηρύσσομεν Χριστόν τὸν ἀληθινὸν Θεὸν ἡμῶν, καὶ τοὺς Αὐτοῦ Ἁγίους ἐν λόγοις τιμῶντες, ἐν συγγραφαῖς, ἐν νοήμασιν, ἐν θυσίαις, ἐν Ναοῖς, ἐν Εἰκονίσμασι, τὸν μὲν ὡς Θεὸν καὶ Δεσπότην προσκυνοῦντες καὶ σέβοντες, τοὺς δὲ διὸ τὸν κοινὸν Δεσπότην ὡς Αὐτοῦ γνησίους θεράποντας τιμῶντες καὶ τὴν κατὰ σχέσιν προσκύνησιν ἀπονέμονες. 

Αὕτη ἡ πίστις τῶν Ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Πατέρων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων, αὕτη ἡ πίστις τὴν Οἰκουμένην ἐστήριξεν. Ἐπὶ τούτοις τοὺς τῆς εὐσεβείας Κήρυκας ἀδελφικῶς τε καὶ πατροποθήτως εἰς δόξαν καὶ τιμὴν τῆς εὐσεβείας, ὑπὲρ ἧς ἀγωνίσαντο, ἀνευφημοῦμεν καὶ λέγομεν· Τῶν τῆς Ὀρθοδοξίας προμάχων εὐσεβῶν Βασιλέων, ἁγιωτάτων Πατριαρχῶν, Ἀρχιερέων, Διδασκάλων, Μαρτύρων, Ὁμολογητῶν, ἰωνία ἡ μνήμη.» (Συνοδικό τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου)

Φρονοῦμε ὅτι οὐδείς καί δί’ οὐδένα λόγο δικαιοῦται νά κηρύττει «ἄλλο Εὐαγγέλιο» ἀπό αὐτό πού ἐκήρυξαν οἱ θεοκήρυκες Ἀπόστολοι. Συγκεκριμένα:

α) Δὲν δικαιοῦται κανεὶς νὰ ἐξισώνει τὸ μοναδικὸ ἐν τὴ Ὀρθοδόξω Ἐκκλησία τελεσιουργούμενο μυστήριο τῆς Σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὶς αἱρετικὲς «ἐκκλησίες» τῆς Δύσεως, τὶς παρασυναγωγὲς τῆς πλάνης. Πολὺ περισσότερο δὲν μπορεῖ νὰ θέτει σὲ ἴση μοίρα τὴν Ἐκκλησία μὲ τὶς «θρησκεῖες» ἢ «θρησκεύματα» ἢ «θρησκευτικὰ μορφώματα», μὲ τὰ ἀνθρώπινα δηλ. καὶ δαιμονικὰ κατασκευάσματα ἀπόπειρας προσεγγίσεως τοῦ Θεοῦ.

β) Ὁμοίως οὐδεὶς δικαιοῦται νὰ ἐξισώνει καὶ νὰ παραλληλίζει τὴν ἐμπειρία τῶν Ἁγίων ἐν τὴ Ἐκκλησία μὲ τὶς ἐμπειρίες τῶν πιστῶν ἄλλων θρησκειῶν, ἐμπειρίες πλάνης ἢ καὶ ἀποδεδειγμένως δαιμονικὲς καὶ νὰ τὶς ὀνομάζει «πνευματικὲς» ἢ «προφητικές», δημιουργώντας σύγχυση στὰ κριτήρια τῶν ὀρθοδόξων πιστῶν.

γ) Οὐδεὶς δικαιοῦται νὰ θεολογεῖ περὶ Ἐκκλησίας, Ἁγίας Τριάδος, Ἁγίου Πνεύματος κ.λ.π. ἀπομακρυνόμενος ἀπὸ τὴ θεοσοφὴ διδασκαλία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ Πατέρων αὐτοσχεδιάζοντας ἢ ἐπικαλούμενος αἱρετικοὺς συγγραφεῖς ἢ ἐπενδύοντας στὸ συναίσθημα τῶν ἀναγνωστῶν του.

δ) Οὐδεὶς δικαιοῦται νὰ ἀποπειραθεῖ νὰ θέσει τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ στὴν ὑπηρεσία οὐδενός. Πολὺ περισσότερο νὰ προσπαθήσει νὰ τὴ θέσει στὴν ὑπηρεσία τῶν «δυνάμεων ἐνοποιήσεως τῆς ἀνθρωπότητος», τῆς ἀντιχριστῆς παγκοσμιοποιήσεως, ἡ ὁποία σήμερα συνθλίβει τὰ πρόσωπα καὶ τὰ ἔθνη.

Καμμιὰ ἐνοποίηση, καμμιὰ κοινωνία ἀγάπης καμμιὰ παγκόσμια κοινότητα, καμμιὰ οἰκουμενικότητα δὲν εἶναι ἐφικτὴ ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, στὴν ὁποία καλοῦνται ὅλοι, γιὰ νὰ γίνουν μέλη της, μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ σύμφωνα μὲ τὴν ἐπιθυμία καὶ τὴν προσευχὴ τοῦ Κυρίου μᾶς «ἴνα πάντες ἐν ὦσι».

Ἐδῶ θὰ πρέπει νὰ προσθέσουμε ὅτι τὶς συνεννοήσεις μεταξὺ τῶν ἐθνῶν, ὥστε νὰ ἐξασφαλίζεται μία εἰρηνικὴ συμβίωση μὲ τοὺς ἄλλους, τὴν ἀναλαμβάνουν ὡς δικό τους διακόνημα οἱ κοσμικὲς ἀρχὲς καὶ ἐξουσίες.

Ἡ τυχὸν συμπαράσταση κληρικῶν σ’ αὐτὲς τὶς ἐξουσίες σὲ δύσκολες στιγμὲς κρίσεων, ποτὲ δὲν πρέπει νὰ καταλήγει σὲ διαθρησκειακὲς συναντήσεις, ποὺ διαπιστωμένα καταλήγουν σὲ κοινὲς θεωρητικὲς-θρησκευτικὲς τοποθετήσεις π.χ. περὶ τοῦ ἰδίου Θεοῦ ὅλων τῶν θρησκειῶν, περὶ δυνατότητος καθάρσεως τῆς καρδίας ἀπὸ κάθε θρησκεία κ.λ.π. Μποροῦν οἱ ὀρθόδοξοι ποιμένες ἐξ ἀγάπης νὰ βοηθήσουν «πρεσβευτικὰ» σὲ δύσκολες στιγμὲς γιὰ νὰ ἐπιτευχθεῖ εἰρήνη, διακριτικά, δίνοντας καὶ τὴ χριστιανική τους μαρτυρία.

Ἐπειδὴ σήμερα πολλοὶ καὶ ὁμιλοῦν καὶ γράφουν περὶ μίας «Νέας Ἐποχῆς», περὶ νέων συνθηκῶν καὶ προκλήσεων στὶς ὁποῖες θὰ πρέπει νὰ ἀνταποκριθεῖ ἡ Ὀρθοδοξία, καὶ μ’ αὐτὴ τὴ «χρηστολογία», δηλ. τὰ ὡραία λόγια ἐξαπατοῦν τὶς καρδιὲς τῶν ἀκάκων πιστῶν (Ρωμ. 16,18) διδάσκοντάς τους «ἐντάλματα ἀνθρώπων», φρονοῦμε ὅτι ὡς Χριστιανοὶ ὀρθόδοξοι δὲν πρέπει νὰ λησμονοῦμε τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. 

Δεν πρέπει να καταλάβει την καρδιά μᾶς ἄλλη ἀγάπη ἀπό την ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἄλλη ἐλπίδα ἀπό την ἐλπίδα τοῦ Χριστοῦ και ἄλλη πίστη ἀπό την πίστη τοῦ Χριστοῦ.

Γιὰ νὰ ἐπιτευχθοῦν αὐτὰ χρειάζεται διαρκὴς πνευματικὴ ἐργασία. Εἶναι ἡ «λεπτὴ ἐργασία» ποὺ πρέπει νὰ κάνουμε στὸν ἑαυτό μας, κατὰ τὸν  γιο Παΐσιο. Ὁ Κύριός μας μᾶς προτρέπει: «ἐργάζεσθε ...τὴν βρῶσιν τὴν μένουσαν εἰς ζωὴν αἰώνιον» (Ἰωάν. 6,27). 

Σκοπός αὐτῆς τῆς ἐργασίας εἶναι νά καταρτισθοῦμε, νά οἰκοδομηθοῦμε στήν Ἐκκλησία, να φθάσουμε στήν ἑνότητα τῆς πίστεως, «εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφεσ. 4, 13). 

Κατὰ τὴν ἐργασία αὐτὴ πλουτιζόμεθα στὴ γνώση καὶ τὴν πίστη τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ ἐργασία δὲν εἶναι αὐτόνομη καὶ αὐτοσχέδια. Βασίζεται στὴ δογματική, κανονική, ἀσκητικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καὶ στὴ λατρεία της. Αὐτὴ ἡ διδασκαλία εἶναι παραδεδομένη σὲ μᾶς τοὺς πιστοὺς ἀπὸ τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους, Προφῆτες, Εὐαγγελιστές, ποιμένες καὶ διδασκάλους ποὺ ἔδωσε, ποὺ χάρισε ὁ Χριστὸς στὴν Ἐκκλησία Του. Γράφει ὁ Ἀπόστολος: «καὶ Αὐτὸς (ὁ Χριστὸς) ἔδωκε τοὺς μὲν ἀποστόλους, τοὺς δὲ προφήτας, τοὺς δὲ εὐαγγελιστᾶς, τοὺς δὲ ποιμένας καὶ διδασκάλους πρὸς καταρτισμὸν τῶν ἁγίων εἰς ἔργον διακονίας, εἰς οἰκοδομὴν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφεσ. 4,11-12).

Καί ὅταν ἐργάζεται πνευματικά κάθε χριστιανός  μέ βάση αὐτήν τήν διδασκαλία τῶν Ἅγιων, προκόπτοντας στήν πίστη καί γνώση τοῦ Θεοῦ, εὔκολα ἀντιλαμβάνεται διδασκαλίες, λόγους καί ἰδέες πού δέν ταυτίζονται μέ τήν ἁγιωτάτη ὀρθόδοξη Παράδοση. 

Δέν «κλυδωνίζεται» καί δέν «περιφέρεται» «παντί ἀνέμω τῆς διδασκαλίας» (δέν πηγαίνει «ὅπου φυσάει ὁ ἄνεμος») δέν γίνεται θύμα τῆς «κυβείας»123 τῶν πονηρῶν ἀνθρώπων (Ἐφεσ. 4,14). 

Ἀλλά ἀληθεύοντας ἐν ἀγάπη, μέ τήν ἀρωγή τοῦ πνευματικοῦ του πατρός, αὐξάνει τόν ἀγώνα του καί προσφέρει στόν Χριστό τά πάντα, ἐνούμενος περισσότερο μέ Αὐτόν, τήν κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας (Ἐφεσ. 4,15).

Λαμβανομένης ὑπ’ ὄψιν αὐτῆς τῆς διδασκαλίας, καμμιὰ αὐθεντία δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιβληθεῖ στὴν συνείδηση τῶν ὀρθοδόξων εἴτε ἱερατικὴ εἴτε ἀρχιερατικὴ εἴτε συνοδική, ἂν δὲν συμφωνεῖ κατὰ πάντα μὲ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση, δηλ. τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, Πατέρων καὶ Διδασκάλων. Καὶ καμμιὰ «ὑπακοὴ» δὲν ὀφείλεται σὲ ἀντιευαγγελικές, ἀντικανονικές, ἀντιπατερικὲς καὶ γενικῶς ἀντορθόδοξες διδασκαλίες. Ἡ αὐθεντία στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴν αὐθεντία τοῦ γκουροὺ - Θεοῦ, ὁ ὁποῖος θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς ὀπαδοὺς τοῦ πηγὴ ἀλήθειας ὅ,τι κι ἂν κάνει, ὅ,τι κι ἂν πεῖ.

Ἡ αὐθεντία στὴν Ὀρθοδοξία ἔχει ἄμεση σχέση μὲ τὸν Αὐθέντη Χριστό, ὁ ὁποῖος μὲ τὸ αἷμα Τοῦ ἀπέκτησε τὴν Ἐκκλησία Του καὶ παρέδωσε στοὺς ποιμένες καὶ διδασκάλους τὴ διδαχή Του πρὸς σωτηρία μας. Οὐδεὶς δύναται νὰ διεκδικεῖ ἀλάθητο, λόγω τίτλου ἢ θέσεως. Οὐδεὶς εἶναι ποιμὴν «ἀφ’ ἑαυτοῦ». 

Σέ ὅσους λοιπόν ποιμένες φέρουν τήν αὐθεντική διδαχή τοῦ Χριστοῦ, σ’ αὐτούς ὀφείλουν οἱ ὀρθόδοξοι Χριστιανοί ὑπακοή, γιατί αὐτοί οἱ ποιμένες εἶναι οἱ ὑπό τοῦ Χριστοῦ τεταγμένοι πρός καταρτισμόν τῶν ἁγίων, δήλ. τῶν πιστῶν. Αὐτοί ὁδηγοῦν τούς χριστιανούς στήν ἐν Χριστῷ τελειότητα καί τούς προφυλάσσουν ἀπό τήν ἐπιβουλή τῆς πλάνης.

Στοὺς ἄλλους, τοὺς ψευδοποιμένες, ποὺ δὲν φέρουν αὐτὴ τὴν ὀρθόδοξη διδαχή, ποὺ ὅταν δοῦν τὸν λύκο ἐρχόμενο ἀφήνουν τὰ πρόβατα καὶ φεύγουν (Ἰωάν. 10, 12), ποὺ οἱ ἴδιοι μετατρέπονται σὲ ἄγριους λύκους καὶ κατατρώγουν τὸ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ (Πράξ. 20,29), ποὺ στρεβλώνουν τὴν Ἁγία Γραφὴ ὄντες ἀμαθεῖς καὶ ἀστήρικτοι (Β Πέτρου 3, 16), ποὺ ἐνῶ ἔχουν τεθεῖ ὡς ἐπίσκοποι - σκοποὶ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ φυλάσσουν τοὺς πιστοὺς καὶ νὰ τοὺς προειδοποιοῦν γιὰ κάθε κίνδυνο, ἀδιαφοροῦν (Ἰεζ. 33, 7-8) ποὺ μολύνουν, διαφθείρουν καὶ ρημάζουν τὸν ἀγαπημένο ἀμπελώνα τοῦ Χριστοῦ μὲ τὶς πλανεμένες διδασκαλίες τοὺς (Ἱερεμ. 12, 10), σ’ αὐτοὺς ὄχι μόνο ὑπακοὴ δὲν ὀφείλουμε, ἀλλὰ οὔτε τὴν πόρτα μας δὲν πρέπει νὰ τοὺς ἀνοίγουμε οὔτε καὶ νὰ τοὺς χαιρετοῦμε (Β’ Ἰωάν. 10- 11).
___________________________________________________________________________________

123 «Κυβευταὶ λέγονται ἐκεῖνοι ὁπού παίζουν τὰ ἀζάρια. Τοιοῦτοι δὲ εἶναι καὶ οἱ ψευδοδιδάσκαλοι, διότι μεταθέτουν εἰς τὴν πλάνην τοὺς καθὼς θέλουν τοὺς ἁπλοὺς καὶ ἀκάκους ἀδελφοὺς ὡσὰν τὰ ἀζάρια» (Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ἑρμηνεία εἰς τὰς ΙΔ Ἐπιστολᾶς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τόμος δεύτερος, Ἐκδόσεις «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», σ. 436).

Πρωτ. Ιωάννης Φωτόπουλος
Ή νηπτικῆ ἐργασία ὡς ἀνάγκη ἐπιτακτική 
από το βιβλίο Θεανθρώπινη Καθολικότητα
ή Πανθρησκειακή Παγκοσμιότητα

Κριτικὲς τοποθετήσεις στο βιβλίο «Παγκοσμιότητα και Ορθοδοξία»
Ἀρχιεπ. Αλβανίας κ. Αναστασίου


Τρίτη 18 Απριλίου 2017

Ο μοναχισμός ως θεματοφύλακας της εκκλησιαστικής ζωής ~ πατρός Ιωάννου Ρωμανίδη


Ο μοναχισμός ως θεματοφύλακας της εκκλησιαστικής ζωής
του πατρός Ιωάννου Ρωμανίδη



Στην αρχαία Εκκλησία, όπως διασώζεται στις Επιστολές του Αποστόλου Παύλου, οι Χριστιανοί είχαν ενεργώς το Άγιον Πνεύμα, ήταν ναοί του Αγίου Πνεύματος, είχαν το χάρισμα της νοεράς προσευχής και είχαν διάφορα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος. Αυτό μαρτυρούν, μεταξύ των άλλων, οι δύο προς Κορινθίους Επιστολές του Αποστόλου Παύλου. Από αυτούς τους χαρισματούχους πιστούς-λαϊκούς εξελέγονταν οι Κληρικοί.

Με την πάροδο, όμως, του χρόνου εκκοσμικεύονταν οι κατά τόπους Εκκλησίες και ενορίες, χανόταν αυτή η παράδοση η οποία μετατοπίσθηκε στις ερήμους κατ’ αρχάς και στην συνέχεια στις Σκήτες και τις Ιερές Μονές. Έτσι, στον μοναχισμό επιτυγχανόταν ό,τι και στις ενορίες, κατά την αρχαία Εκκλησία.

Με την πάροδο του χρόνου φθάνουμε σε ένα σημείο, που αντί να έχουν ψήφο για τον Επίσκοπο οι γιατροί, αποκτούν ψήφο και οι νοσοκόμοι και σιγά-σιγά και οι μάγειροι και οι καθαρίστριες κ.ο.κ. Μέσα στο νοσοκομείο, δηλαδή, με τρόπο δημοκρατικό. Εκτοπίζουν τους Προφήτες, ας πούμε, από την ιεραρχία και αυτοί μαζεύονται πλέον στις ερήμους και γίνονται καλόγεροι σε Μοναστήρια και δημιουργείται μια αντιπαράθεση μεταξύ των Μοναστηρίων και των ενοριών. Γι' αυτό, ένα από τα πρώτα ονόματα του Μοναστηριού είναι νοσοκομείο. Επικρατούσε το ίδιο το Μοναστήρι να λέγεται νοσοκομείο, αντί Εκκλησία.

Και τι ζούσαν μέσα σε αυτό το νοσοκομείο; Την Αποστολική ζωή έλεγαν. Αυτή ήταν η Αποστολική ζωή που σώζεται στο Μοναστήρι και όχι τόσο πολύ στις ενορίες. Και βλέπουμε παραδείγματα που πάνε από τον κόσμο προσκυνητές στην έρημο και βρίσκουν τους ερημίτες, δηλαδή, και ο ερημίτης να ρωτάει εάν ακόμα υπάρχει Εκκλησία στον κόσμο. Δεν εννοεί εάν υπάρχουν Επίσκοποι, παπάδες και ενορίτες στον κόσμο, εννοεί εάν υπάρχει η γλωσσολαλιά ακόμα στον κόσμο, εάν υπάρχει η νοερά ευχή στον κόσμο, διότι αυτά είναι τα πραγματικά μέλη της Εκκλησίας. Και φθάνουν στο σημείο που εκείνος ο ιδιώτης, ο οποίος λέει το "αμήν", δηλαδή, αυτός είναι ο λαϊκός κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας».

Γι' αυτό ο μοναχισμός δεν είναι καινούριο φαινόμενο στην Εκκλησία. Ο μοναχισμός υπήρχε σε κάθε ενορία, 

διότι κάθε Χριστιανός ήταν ένας καλόγερος στην αρχαία Εκκλησία.

Στην πραγματικότητα με την εμφάνιση του μοναχισμού και την συγκρότηση των Μοναστηριών συνεχίζει η Εκκλησία τον σκοπό της. Που είναι ο αγιασμός των ανθρώπων. Αυτό, βέβαια, συνεχίζεται και στις ενορίες, από αυτούς που ακολουθούν την Ορθόδοξη διδασκαλία. 

Οι Επίσκοποι γνώριζαν τα δόγματα και έδιναν κατά την χειροτονία τους την ομολογία ότι θα τα διαφυλάξουν ανόθευτα. Οι Χριστιανοί κατηχούνταν από τους Επισκόπους, βάσει των δογμάτων, και μερικοί που είχαν ζήλο, πήγαιναν στα Μοναστήρια προκειμένου «να μεταβάλλουν αυτά τα δόγματα σε ζωή».

Έτσι, τα Μοναστήρια έγιναν οι χώροι όπου οι άνθρωποι γίνονταν ναοί του Αγίου Πνεύματος, πραγματώνοντας τον σκοπό του Βαπτίσματος και του Χρίσματος. 

Εάν κανένας δει τον μοναχισμό από αυτής της απόψεως, βλέπει σαφώς ότι το Μοναστήρι του μεσαίωνος και της Τουρκοκρατίας δεν είναι τίποτα άλλο παρά η συνέχεια της ενοριακής ζωής της αρχαίας Εκκλησίας.

Στην αρχαία Εκκλησία κάθε ενορία είχε επικεφαλής τέτοιους Πνευματικούς Πατέρες που είχαν αυτήν την ασκητική και ήσαν ικανοί να οδηγήσουν τους πιστούς στον φωτισμό του νοός κλπ. Και όταν εξέπεσε και χαλάρωσε η ενορία από αυτής της απόψεως, δηλαδή δεν ευρίσκοντο πλέον πολλοί Πνευματικοί Πατέρες να καθοδηγήσουν τον λαό, μετά φούντωσαν τα Μοναστήρια. Ώστε μετά έχουμε μία κατάσταση, που η ενορία και η ίδια η επισκοπή, μπορεί να είναι ένα προκαταρκτικό στάδιο και μετά η τελείωση της μεταμορφώσεως του δόγματος σε βίωμα ανατέθηκε στους Πατέρες που συγκεντρώνονταν γύρω από τα ασκητήρια, Μοναστήρια κ.ο.κ..

Όποιος εισερχόταν στο Μοναστήρι, εκλαμβανόταν ως κατηχούμενος, που έπρεπε να φθάσει στον φωτισμό, δηλαδή να ενεργοποιήσει την Χάρη που είχε λάβει με το Βάπτισμα και το Χρίσμα. Έτσι, η θεραπεία, που είναι η μέθοδος της Ορθοδόξου ζωής, βιώθηκε μέσα στα Μοναστήρια, τα οποία αποτέλεσαν κέντρα πνευματικού και εκκλησιαστικού βίου.

Όταν αναπτύχθηκε ο μοναχισμός, η πραγματική θεραπεία έφυγε στα Μοναστήρια και μείνανε οι ενορίες. Εκεί γινόταν διάγνωση και θεραπεία. Και επεκράτησε ο Επίσκοπος τουλάχιστον, δηλαδή οι Μητροπολίτες, οι Αρχιεπίσκοποι, οι Πατριάρχες, τουλάχιστον αυτοί, να προέρχονται από τα Μοναστήρια, οπότε έχουμε αγάμους Μητροπολίτες κ.ο.κ. Και φαίνεται ότι επεκράτησε η παράδοση αυτή μεταξύ των αγάμων, κυρίως.

Και γι' αυτό χρειάζεται να διαβάσετε προσεκτικά τον Μέγα Βασίλειο: γιατί φεύγει κανείς στην έρημο κλπ; Διότι η αγαμία και η φυγή είναι διευκόλυνση στην απόκτηση της αενάου μνήμης Θεού κλπ. Είναι διευκόλυνση, διότι όταν κανείς είναι πολυάσχολος και ασχολείται με πολλά θέματα, δεν μπορεί εύκολα να αφοσιωθεί. 

Διότι είναι μεγάλο αυτό, το να μεταφερθεί η μνήμη Θεού από εδώ (λογική), να πάει κάτω (καρδιά) και μετά να είναι αδιάλειπτη η μνήμη αυτή. Θέλει πολλή άσκηση αυτό το πράγμα, δεν γίνεται εύκολα δηλαδή. Και δεν μπορεί να αποσπάται η προσοχή του ανθρώπου για να φθάσει μέχρι εκεί. 

Όταν, όμως, φθάσει αυτός ο ίδιος που έχει αποκτήσει την ευχή αυτή, την μονολόγιστη ευχή, τότε μπορεί να γίνει Δεσπότης και να ασχοληθεί με την διοίκηση, γιατί έχει την ευχή και ό,τι και να κάνει και όπου να πάει, έχει την ευχή. Οπότε, φεύγει για να αποκτήσει και μετά επανέρχεται. Καταλάβατε; Δεν είναι έτσι. Και επανέρχεται και έχει την ευχή και συνεχίζει να είναι ασκητής.

πατήρ Ιωάννης Ρωμανίδης
Ο μοναχισμός ως θεματοφύλακας της εκκλησιαστικής ζωής

"Εμπειρική Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας 
κατά τις προφορικές παραδόσεις του π. Ι. Ρωμανίδη" Τόμος Β΄ 
του σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου και αγ. Βλασίου Ιεροθέου

Σάββατο 15 Απριλίου 2017

Η συμμετοχή μας στο μυστήριο της Αναστάσεως ~ Μητρ. Ναυπάκτου Ιερόθεου Βλάχου

Η συμμετοχή μας στο μυστήριο της Αναστάσεως
Μητρ. Ναυπάκτου Ιερόθεου Βλάχου


Ποιοι σώθηκαν στον Άδη

Με την κάθοδο του Χριστού στον Άδη δεν σώθηκαν όλοι όσοι ευρίσκονταν εκεί, αλλά μόνον οι δίκαιοι, όσοι είχαν φθάσει, κατά διαφόρους βαθμούς, στην θέωση. Ο άγιος Επιφάνιος θα πει ότι δεν σώθηκαν όλοι όσοι ευρίσκονταν εκεί, αλλά μόνον οι πιστεύσαντες. Και αυτό πρέπει να ερμηνευθή από την άποψη ότι αναγνώρισαν τον Χριστό όσοι είχαν κοινωνία με τον άσαρκο Λόγο, όσο ζούσαν στην ζωή.

Ξέρουμε από άλλες διδασκαλίες της Αγίας Γραφής και της πατερικής Παραδόσεως ότι ο φωτισμός και η θέωση υπήρχαν και στην Παλαιά Διαθήκη για όσους αξιώθηκαν να δούν τον άσαρκο Λόγο και είχαν φθάσει στην θέωση, με την διαφορά ότι δεν είχε ακόμη καταργηθεί ο θάνατος, γι' αυτό πήγαιναν στον Άδη. Ο Χριστός με την κάθοδό Του σε αυτόν κατήργησε το κράτος του θανάτου και όσοι είχαν κοινωνία μαζί Του πίστευσαν ότι Αυτός είναι δυνατός και κραταιός, ο σωτήρ των ανθρώπων, και έτσι ελευθερώθηκαν.

Η αξία του Μ. Σαββάτου

Η ημέρα του Μ. Σαββάτου, όταν η ψυχή του Χριστού με την θεότητα βρισκόταν στον Άδη και το σώμα μαζί με την θεότητα βρισκόταν στον τάφο, οπότε νικήθηκε το κράτος του διαβόλου και του θανάτου, θεωρείται μεγάλη ημέρα από την Ορθόδοξη Εκκλησία, αφού συνδέεται με την ημέρα της Κυριακής.

Στα λειτουργικά κείμενα συσχετίζεται η εβδόμη ημέρα της δημιουργίας, κατά την οποία ο Θεός μετά την δημιουργία του κόσμου και του ανθρώπου "κατέπαυσε από πάντων των έργων αυτού", με την ημέρα του Μ. Σαββάτου, κατά την οποία κατέπαυσε και ο Χριστός από όλα εκείνα που έκανε για την σωτηρία του ανθρώπου. Γι' αυτό, όπως ψάλλουμε, "τούτο γαρ εστι το ευλογημένον Σάββατον".

Ο σαββατισμός στην ορθόδοξη Παράδοση έχει και μια άλλη σημασία. Στην ουσία συνιστά την κατάπαυση του ανθρώπου, τον ησυχασμό, την λεγομένη ιερά ησυχία με όλο το περιεχόμενό της. Ο Απόστολος Παύλος, αφού αναφέρει ότι ο σαββατισμός είναι απαραίτητος για τον λαό του Θεού, συνιστά: "Σπουδάσωμεν ουν εισελθείν εις εκείνην την κατάπαυσιν" (Εβρ. δ', 11). Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς θα πει ότι... 

όταν ο άνθρωπος απομακρύνει κάθε λογισμό από τον νου και όταν με επιμονή και αδιάλειπτη προσευχή ο νους επιστρέψη μέσα στην καρδιά, τότε εισέρχεται στην θεία κατάπαυση, δηλαδή στην θεοπτία, στην θεωρία του Θεού.

Αυτή η κατάπαυση, αυτός ο ησυχασμός δεν είναι αδράνεια, αλλά μεγάλη κίνηση. Όπως ο Θεός, καίτοι κατέπαυσε την εβδόμη ημέρα, εν τούτοις όμως εξακολουθούσε να διευθύνη τον κόσμο με την άκτιστη ενέργειά Του, 

έτσι και ο άνθρωπος, όταν βρίσκεται σε κατάσταση πνευματικής θεωρίας, κάνει το μεγαλύτερο έργο, ενώνεται με τον Θεό και στην συνέχεια αγαπά ό,τι αγαπά και ο Θεός. Γι' αυτό μπορούμε να πούμε ότι είναι δυνατόν να ζήσει κανείς την Ανάσταση του Χριστού μέσα από την δική του κατάπαυση, δηλαδή μέσα από τον δικό του ησυχαστικό τρόπο ζωής. 

Όσο κανείς εισέρχεται στον θείο σαββατισμό, στην θεία κατάπαυση τόσο και βιώνει την ανάσταση. Η ευχή "καλή ανάσταση" πρέπει να συνοδεύεται και να ακολουθή από την ευχή "καλή κατάπαυση".

Η τριήμερη έγερση του Χριστού

Είναι σημαντικός και ο λόγος για τον οποίο ο Χριστός αναστήθηκε μετά από τρεις ημέρες και όχι σε μικρότερο ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Θα μπορούσε, δηλαδή, ο Χριστός να αναστηθεί αμέσως μετά τον θάνατό Του στον Σταυρό, αλλά αναστήθηκε τριήμερος για να πιστοποιηθεί το μυστήριο του θανάτου, το οποίο διαφορετικά θα μπορούσε να αμφισβητηθεί. Δεν παρέμεινε περισσότερο χρόνο για να μη συκοφαντηθεί το μυστήριο της αναστάσεως στο διάμεσο χρονικό διάστημα. Γιατί, όσο αργούσε τόσο και θα δημιουργούσε προβλήματα και ερωτήματα στους Ιουδαίους και τους Μαθητάς (Μακάριος Χρυσοκέφαλος). Γι' αυτό, το διάστημα των τριών ημερών ήταν το πιο κατάλληλο για να μην αμφισβητηθή το μυστήριο του θανάτου, ούτε και να κατηγορηθεί το μυστήριο της Αναστάσεως του Χριστού.

Παρασκευή 14 Απριλίου 2017

Η Γερόντισσα Ευλαμπία Ρωμανίδου ~ πρωτ. Λάμπρου Φωτοπούλου



Η Γερόντισσα Ευλαμπία Ρωμανίδου
πρωτ. Λάμπρου Φωτοπούλου



Σαν αρχή...

Όταν την δεκαετία του ’50 ο μακαριστός καθηγητής της θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης πατήρ Ιωάννης Ρωμανίδης παρουσίασε τις θεολογικές του θέσεις στον Ελλαδικό χώρο, οι “παραδοσιακοί” καθηγητές εξανέστησαν με τον τρόπο που προσέγγιζε την σκέψη των Πατέρων. Πολύ γρήγορα η δυσπιστία έδωσε τη θέση της στην αποδοχή και στη συνέχεια στην πλήρη αναγνώριση του πατρός Ιωάννη ως ενός ικανότατου αλλά και “παραδοσιακού” θεολόγου. Στις μέρες μας η Θεολογία του απασχολεί τόσο πολύ τους Ορθοδόξους θεολόγους και πάνω σε αυτή στηρίζονται οι επίσκοποι, οι ιερείς και οι λαϊκοί που θέλουν να ορθοτομούν λόγο αληθείας....

Ποια ήταν άραγε η προσφορά του πατρός Ιωάννη στην ελλαδική θεολογική Επιστήμη και γενικότερα στην Ορθόδοξη Θεολογία; Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η συνεισφορά του είναι η διατύπωση μιας επιστημονικής Μεθοδολογίας της Θεολογίας. Διατύπωσε τρόπους και μεθόδους, “κλειδιά ερμηνείας”, με τα οποία κατανοούνται οι πατέρες της Εκκλησίας.

Σε όσους είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν τον πατήρ Ιωάννη Ρωμανίδη εδημιουργείτο εύλογα ένα ερώτημα. Πώς αυτό το “αμερικανάκι” με τις σπουδές σε διάσημα Πανεπιστήμια και σε Παπικά Κολέγια που δεν γνώρισε σχεδόν ποτέ από κοντά τον Ορθόδοξο Μοναχισμό, μπόρεσε να βρει πρωτότυπους δρόμους σύνδεσης της ακαδημαϊκής θεολογίας και της ησυχαστικής θεολογικής παράδοσης;...

Είναι γνωστό ότι ο πατήρ Ιωάννης διέθετε μια εξαιρετική ικανότητα να παρατηρεί και να αναλύει τα φαινόμενα, να τα κατατάσσει και να τα συστηματοποιεί. Αυτή η ικανότητά του όμως δεν θα αρκούσε να δημιουργήσει το φαινόμενο “Ρωμανίδη” αν δεν συνδυαζόταν με την Καππαδοκική καταγωγή του και δεν είχε την προσωπικότητα της μητέρα του Ευλαμπίας Ρωμανίδου, ως “δείγμα” των ορατών αποτελεσμάτων της αδιάλειπτης νοεράς Ευχής.

Ας δούμε λοιπόν αυτή την προσωπικότητα.

Η καταγωγή

Η Ευλαμπία Ρωμανίδου κατήγετο από την Ρωμαϊκὴ Καστρόπολη της Παλαιάς Αραβησσού της Καππαδοκίας. Μια περιοχή που ποτέ δεν έπαψε να συζητάει θεολογικά, ακόμα και μετά τους μεγάλους Καππαδόκες πατέρες (Βασίλειο το Μέγα, Γρηγόριος Θεολόγο και Γρηγόριο Νύσσης).

Γεννημένη πριν από την καταστροφή (το 1895) μεγάλωσε σε ένα χώρο βαθιάς πίστης. Στο χώρο αυτό η Ορθοδοξία ήταν η πρώτη αξία, η γλώσσα και η καταγωγή το δευτερεύον. Ανήκε σ’ εκείνο το μεγαλειώδη λαό των Καραμανλήδων. “Οι Ορθόδοξοι Έλληνες χριστιανοί της Καππαδοκίας (Καραμανλήδες) ήταν σε πολλά μέρη Τουρκόφωνοι δια τον εξής λόγο: Ο Τούρκος κατακτητής, προκειμένου να τους επιτρέψει να επιβιώσουν, τους έθεσε δια σπάθης τον εξής όρο: “Ή την θρησκεία, ή την γλώσσα σας”. Δηλαδή έπρεπε οι Καππαδόκες Έλληνες Ορθόδοξοι ή να αλλαξοπιστήσουν εξισλαμιζόμενοι (και κρατούντες την Ελληνική τους γλώσσα) ή να παραμείνουν στην πίστη των πατέρων τους, αλλά να αλλάξουν την γλώσσα τους, υιοθετούντες την Τουρκική. Σοφώς φερόμενοι, προτίμησαν το δεύτερο, διαφυλάττοντες την αγία Ορθόδοξο πίστη τους και θυσιάζοντες την Ελληνική γλώσσα”. [1]

Δημιούργησαν έτσι έναν ανεπανάληπτο πολιτισμό, [2] τον Καραμανλήδικο, που με την δική του ελληνική γραφή, τα σημαντικά μνημεία του, τα μοναδικά ήθη και έθιμά του μετέφρασε το Ορθόδοξο Βίωμα των ασκητών και των Αγίων σε καθημερινή πράξη. Το θεολογικό “μοντέλο” του Καππαδόκη είναι η μίμηση των αυστηρών ησυχαστών, όπως των στηλιτών Αγίων Συμεών και Δανιήλ, του Αγίου Αλεξίου του Ανθρώπου του Θεού κ. ά. [3]. Το κέντρο της κοινωνικής ζωής ήταν ο ναός και πνευματικό κατόρθωμα ήταν η άσκηση στην νοερά προσευχή. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι η αναπνοή της Καππαδοκίας ήταν στο ρυθμό της Ευχής: Κύριε Ιησού Χριστέ (εισπνοή), ελέησόν με (εκπνοή)...

Μέσα σε αυτό το πνευματικό περιβάλλον μεγάλωσε η Ευλαμπία Ρωμανίδου.

Κυριακή 2 Απριλίου 2017

Όλοι μας μπορούμε να γίνουμε άγιοι! ~ Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστή


Όλοι μας μπορούμε να γίνουμε άγιοι!...
Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστή




Το πρώτο πού κάνει κάθε άνθρωπος, όταν τον καλέσει ο Θεός στην επίγνωσή Του, είναι να ερευνήσει με ακρίβεια τον εαυτό του για να δει, ότι πράγματι στην ζωή του πολλές ενέργειες του ήσαν έξω από το θέλημα του Θεού. Και από αυτή την στιγμή αρχίζει το έργο της μετανοίας. 

Η μετάνοια αρχίζει από την κατάπαυση της αμαρτωλής ζωής και φθάνει μέχρι αυτής της θεώσεως, η οποία δεν έχει τέλος. 

Ο Θεός δεν έχει περιγραφή και τέρμα· ούτε και οι ιδιότητές Του είναι δυνατό να έχουν. Μπαίνοντας ο άνθρωπος, δια της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, μέσα στους κόλπους της θεώσεως, πάσχει όλες αυτές τις ιδιότητες τις ατέρμονες, τις αψηλάφητες, τις ανεξιχνίαστες, τις απέραντες. Γι’ αυτό είπα ότι η μετάνοια δεν έχει τέρμα.

Θέλω να σχολιάσω το θέμα της μετανοίας, παίρνοντας αφορμή από μερικά πράγματα πού με προκάλεσαν και από τον προσωπικό μου βίο, αλλά και γενικότερα. Βλέπω ότι μοναχοί στις ημέρες αυτές της περιόδου της Μ. Τεσσαρακοστής, ευρίσκουν καιρό και ασχολούνται με θέματα επουσιώδη και λόγω της απειρίας τους όταν τους ερωτήσεις γιατί ασχολούνται με αυτά, απαντούν. «Επειδή είχα καιρό και δεν είχα τίποτε άλλο να κάνω».

Αυτό είναι ένα είδος μικροψυχίας, να μην πω ολιγοπιστίας. Δεν έχεις τι να κάνεις; Ίσως να τελείωσες το διακόνημά σου και έχεις ένα περιθώριο χρόνου. Τότε πήγαινε στο κελί σου. Το κελλί είναι το εργαστήριο της μεταβολής του χαρακτήρας σου. Δεν πηγαίνεις να γονατίσεις εκεί μέσα; να κτυπήσης το μέτωπο σου κάτω, να κτυπήσεις το στήθος, την «ενθήκη» των κακών, αλλά και την «ενθήκη» των καλών; Και να κτυπήσεις εκεί του Ιησού την πόρτα; Να ζήτησης, να αιτήσεις, να επιμένεις, ούτως ώστε να σου ανοίξει; Έπειτα κάθεσαι και δεν μελετάς; Μα, οι μοναχοί είναι θεολόγοι.

Επί Βυζαντίου, στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινουπόλεως, υπήρχαν όλοι οι επιστημονικοί κλάδοι. Όλες οι γνώσεις των ανθρώπων. Μόνο η θεολογία απαγορευόταν. Η θεολογία ήταν στις ιερές Μονές. Δεν εθεωρείτο ανθρώπινη γνώση. 

Στους μοναχούς ανήκει η θεολογία, διότι ερχόμενοι σε επαφή με τον Θεό προσωπικά, δέχονται τις ελλάμψεις και αποκαλύψεις και γίνονται θεολόγοι.

Γιατί λοιπόν, να μην ανοίξουμε το Πανεπιστήμιο μας εδώ, ημέρα και νύκτα και να γίνουμε πραγματικοί θεολόγοι; Είδα και επιμένω και δεν υποχωρώ, ότι τόση Χάρι παίρνει ο μοναχός από την μελέτη στο κελί του, μέσα στο πνεύμα της απολύτου ησυχίας, σχεδόν ίση με αυτή που δίνει η προσευχή. Εις αυτό επιμένω, διότι χάριτι Χριστού, το εγεύθηκα όχι μια, αλλά πολλές φορές στην ζωή μου. Και θέλω να τονίσω και κάτι ακόμα.

Ο νόμος της επιρροής, ο κανόνας της επιδράσεως, εφαρμόζεται απόλυτα. Τα συγγράμματα των Πατέρων πού μελετά ο μοναχός με πίστη και πόθο και επικαλείται την ευχή τους είναι αδύνατο να μην επιδράσουν επάνω του.


Διότι οι Πατέρες ήσαν και εξακολουθούν να είναι Πατέρες, και ζητούν αφορμή και αυτοί, όπως ο ίδιος ο Θεός, του οποίου είναι «εικών και ομοίωσις», να μεταδώσουν σε μας τις Χάριτες τις οποίες αυτοί βρήκαν δια του αγώνος των. 

Με την ανάγνωση και την μελέτη τους να είσθε βέβαιοι, ότι η πατρική τους στοργή θα επιδράσει επάνω σας.

Ας επανέλθουμε όμως στο θέμα της μετανοίας. 

Πολλές φορές συμβαίνει στον αγωνιζόμενο, να μην μπορεί να νικήσει τον παλαιό άνθρωπο, διότι είναι τόσο πολύ αιχμαλωτισμένος από τα πάθη του, παρ’ όλο που αυτός τα μισεί, τα αποστρέφεται, δεν τα θέλει· και αυτή η κατάσταση θεωρείται κατά την παράδοση της Εκκλησίας, ζωή μετανοίας.

Τότε μόνο δεν θεωρείται μετάνοια, όταν πάψει ο άνθρωπος να αγωνίζεται και λέγει: «Δεν μπορώ πλέον. Δεν υπάρχει για μένα τίποτε». Αυτό λέγεται απόγνωση και το καταδικάζει η Εκκλησία ως βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος· περικόπτει και απορρίπτει αυτό το μέλος ως σάπιο, ως βλάσφημο, στρεφόμενο κατά της αγαθότητας του Θεού.


Δεν πρέπει λοιπόν, σε καμιά περίπτωση να συστέλλουμε την πίστη μας. Ουδέποτε να σκεφθεί κανείς, ότι είναι αδύνατο να φθάσουμε στην ολοκληρωτική μετάνοια στην οποία μας κάλεσε ο Χριστός μας. Θα φθάσουμε χάριτι Χριστού. Ουδέποτε είναι ικανή μόνη η ανθρώπινη ενέργεια και προσπάθεια να φθάσει εκεί. Αυτό είναι εγωιστικότατο και οι Πατέρες το καταδίκασαν.

Ο Μέγας Μακάριος λέγει ότι τόση είναι η δύναμη της προθέσεως του ανθρώπου, τόσο μόνο μπορεί ο άνθρωπος, μέχρι που να αντιδράσει προς τον διάβολο. Προκαλούμενος υπό του σατανά, υπό μορφή προσβολής «κάνε αυτό», τόσο μόνο μπορεί να πει ο άνθρωπος· «όχι δεν το κάνω». Μέχρι εκεί μπορεί να πάει ο άνθρωπος. Από εκεί και πέρα είναι έργο της Χάριτος. Γι’ αυτό ο Ιησούς μας, τόνιζε με έμφαση ότι, «Χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν». Άρα ποτέ να μην συσταλήτε, ποτέ να μην κατεβαίνετε στην μικροψυχία, εφ’ όσον «δια πίστεως βαδίζουμε».


Ποτέ να μην λέγετε: «Δεν θα φθάσουμε εμείς στην απάθεια, δεν θα φθάσουμε στον αγιασμό, δεν θα μιμηθούμε τους Πατέρες μας». Αυτό είναι βλάσφημο. Θα τους φθάσουμε επειδή το θέλουμε και εφ’ όσον το θέλουμε θα μας το δώσει ο Χριστός μας. Μένοντας πιστοί και μη υποχωρούντες κατά πρόθεση, οπωσδήποτε θα το επιτύχουμε. Αυτή είναι η πραγματικότης. Έξω από αυτή την γραμμή οι Πατέρες δεν παραδέχονται άλλη. Έξω από αυτή, θεωρείται πλέον απόγνωση.