Παρασκευή 28 Απριλίου 2017

Ή νηπτικῆ ἐργασία ὡς ἀνάγκη ἐπιτακτική ~ πρωτοπρ. Ιωάννης Φωτόπουλος


Ή νηπτικῆ ἐργασία ὡς ἀνάγκη ἐπιτακτική
Πρωτοπρ. Ιωάννου Φωτοπούλου



«Οἱ Προφῆται ὡς εἶδον, οἱ Ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν, ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν, οἱ Διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν, ἡ Οἰκουμένη ὡς συμπεφώνηκεν, ἡ χάρις ὡς ἔλαμψεν, ἡ ἀλήθεια ὡς ἀποδέδεικται, τὸ ψεῦδος ὡς ἀπελήλαται, ἡ σοφία ὡς ἐπαρρησιάσατο, ὁ Χριστὸς ὡς ἑβράβευσεν, 

οὕτω φρονοῦμεν, οὕτω λαλοῦμεν, οὕτω κηρύσσομεν Χριστόν τὸν ἀληθινὸν Θεὸν ἡμῶν, καὶ τοὺς Αὐτοῦ Ἁγίους ἐν λόγοις τιμῶντες, ἐν συγγραφαῖς, ἐν νοήμασιν, ἐν θυσίαις, ἐν Ναοῖς, ἐν Εἰκονίσμασι, τὸν μὲν ὡς Θεὸν καὶ Δεσπότην προσκυνοῦντες καὶ σέβοντες, τοὺς δὲ διὸ τὸν κοινὸν Δεσπότην ὡς Αὐτοῦ γνησίους θεράποντας τιμῶντες καὶ τὴν κατὰ σχέσιν προσκύνησιν ἀπονέμονες. 

Αὕτη ἡ πίστις τῶν Ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Πατέρων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων, αὕτη ἡ πίστις τὴν Οἰκουμένην ἐστήριξεν. Ἐπὶ τούτοις τοὺς τῆς εὐσεβείας Κήρυκας ἀδελφικῶς τε καὶ πατροποθήτως εἰς δόξαν καὶ τιμὴν τῆς εὐσεβείας, ὑπὲρ ἧς ἀγωνίσαντο, ἀνευφημοῦμεν καὶ λέγομεν· Τῶν τῆς Ὀρθοδοξίας προμάχων εὐσεβῶν Βασιλέων, ἁγιωτάτων Πατριαρχῶν, Ἀρχιερέων, Διδασκάλων, Μαρτύρων, Ὁμολογητῶν, ἰωνία ἡ μνήμη.» (Συνοδικό τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου)

Φρονοῦμε ὅτι οὐδείς καί δί’ οὐδένα λόγο δικαιοῦται νά κηρύττει «ἄλλο Εὐαγγέλιο» ἀπό αὐτό πού ἐκήρυξαν οἱ θεοκήρυκες Ἀπόστολοι. Συγκεκριμένα:

α) Δὲν δικαιοῦται κανεὶς νὰ ἐξισώνει τὸ μοναδικὸ ἐν τὴ Ὀρθοδόξω Ἐκκλησία τελεσιουργούμενο μυστήριο τῆς Σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὶς αἱρετικὲς «ἐκκλησίες» τῆς Δύσεως, τὶς παρασυναγωγὲς τῆς πλάνης. Πολὺ περισσότερο δὲν μπορεῖ νὰ θέτει σὲ ἴση μοίρα τὴν Ἐκκλησία μὲ τὶς «θρησκεῖες» ἢ «θρησκεύματα» ἢ «θρησκευτικὰ μορφώματα», μὲ τὰ ἀνθρώπινα δηλ. καὶ δαιμονικὰ κατασκευάσματα ἀπόπειρας προσεγγίσεως τοῦ Θεοῦ.

β) Ὁμοίως οὐδεὶς δικαιοῦται νὰ ἐξισώνει καὶ νὰ παραλληλίζει τὴν ἐμπειρία τῶν Ἁγίων ἐν τὴ Ἐκκλησία μὲ τὶς ἐμπειρίες τῶν πιστῶν ἄλλων θρησκειῶν, ἐμπειρίες πλάνης ἢ καὶ ἀποδεδειγμένως δαιμονικὲς καὶ νὰ τὶς ὀνομάζει «πνευματικὲς» ἢ «προφητικές», δημιουργώντας σύγχυση στὰ κριτήρια τῶν ὀρθοδόξων πιστῶν.

γ) Οὐδεὶς δικαιοῦται νὰ θεολογεῖ περὶ Ἐκκλησίας, Ἁγίας Τριάδος, Ἁγίου Πνεύματος κ.λ.π. ἀπομακρυνόμενος ἀπὸ τὴ θεοσοφὴ διδασκαλία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ Πατέρων αὐτοσχεδιάζοντας ἢ ἐπικαλούμενος αἱρετικοὺς συγγραφεῖς ἢ ἐπενδύοντας στὸ συναίσθημα τῶν ἀναγνωστῶν του.

δ) Οὐδεὶς δικαιοῦται νὰ ἀποπειραθεῖ νὰ θέσει τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ στὴν ὑπηρεσία οὐδενός. Πολὺ περισσότερο νὰ προσπαθήσει νὰ τὴ θέσει στὴν ὑπηρεσία τῶν «δυνάμεων ἐνοποιήσεως τῆς ἀνθρωπότητος», τῆς ἀντιχριστῆς παγκοσμιοποιήσεως, ἡ ὁποία σήμερα συνθλίβει τὰ πρόσωπα καὶ τὰ ἔθνη.

Καμμιὰ ἐνοποίηση, καμμιὰ κοινωνία ἀγάπης καμμιὰ παγκόσμια κοινότητα, καμμιὰ οἰκουμενικότητα δὲν εἶναι ἐφικτὴ ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, στὴν ὁποία καλοῦνται ὅλοι, γιὰ νὰ γίνουν μέλη της, μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ σύμφωνα μὲ τὴν ἐπιθυμία καὶ τὴν προσευχὴ τοῦ Κυρίου μᾶς «ἴνα πάντες ἐν ὦσι».

Ἐδῶ θὰ πρέπει νὰ προσθέσουμε ὅτι τὶς συνεννοήσεις μεταξὺ τῶν ἐθνῶν, ὥστε νὰ ἐξασφαλίζεται μία εἰρηνικὴ συμβίωση μὲ τοὺς ἄλλους, τὴν ἀναλαμβάνουν ὡς δικό τους διακόνημα οἱ κοσμικὲς ἀρχὲς καὶ ἐξουσίες.

Ἡ τυχὸν συμπαράσταση κληρικῶν σ’ αὐτὲς τὶς ἐξουσίες σὲ δύσκολες στιγμὲς κρίσεων, ποτὲ δὲν πρέπει νὰ καταλήγει σὲ διαθρησκειακὲς συναντήσεις, ποὺ διαπιστωμένα καταλήγουν σὲ κοινὲς θεωρητικὲς-θρησκευτικὲς τοποθετήσεις π.χ. περὶ τοῦ ἰδίου Θεοῦ ὅλων τῶν θρησκειῶν, περὶ δυνατότητος καθάρσεως τῆς καρδίας ἀπὸ κάθε θρησκεία κ.λ.π. Μποροῦν οἱ ὀρθόδοξοι ποιμένες ἐξ ἀγάπης νὰ βοηθήσουν «πρεσβευτικὰ» σὲ δύσκολες στιγμὲς γιὰ νὰ ἐπιτευχθεῖ εἰρήνη, διακριτικά, δίνοντας καὶ τὴ χριστιανική τους μαρτυρία.

Ἐπειδὴ σήμερα πολλοὶ καὶ ὁμιλοῦν καὶ γράφουν περὶ μίας «Νέας Ἐποχῆς», περὶ νέων συνθηκῶν καὶ προκλήσεων στὶς ὁποῖες θὰ πρέπει νὰ ἀνταποκριθεῖ ἡ Ὀρθοδοξία, καὶ μ’ αὐτὴ τὴ «χρηστολογία», δηλ. τὰ ὡραία λόγια ἐξαπατοῦν τὶς καρδιὲς τῶν ἀκάκων πιστῶν (Ρωμ. 16,18) διδάσκοντάς τους «ἐντάλματα ἀνθρώπων», φρονοῦμε ὅτι ὡς Χριστιανοὶ ὀρθόδοξοι δὲν πρέπει νὰ λησμονοῦμε τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. 

Δεν πρέπει να καταλάβει την καρδιά μᾶς ἄλλη ἀγάπη ἀπό την ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἄλλη ἐλπίδα ἀπό την ἐλπίδα τοῦ Χριστοῦ και ἄλλη πίστη ἀπό την πίστη τοῦ Χριστοῦ.

Γιὰ νὰ ἐπιτευχθοῦν αὐτὰ χρειάζεται διαρκὴς πνευματικὴ ἐργασία. Εἶναι ἡ «λεπτὴ ἐργασία» ποὺ πρέπει νὰ κάνουμε στὸν ἑαυτό μας, κατὰ τὸν  γιο Παΐσιο. Ὁ Κύριός μας μᾶς προτρέπει: «ἐργάζεσθε ...τὴν βρῶσιν τὴν μένουσαν εἰς ζωὴν αἰώνιον» (Ἰωάν. 6,27). 

Σκοπός αὐτῆς τῆς ἐργασίας εἶναι νά καταρτισθοῦμε, νά οἰκοδομηθοῦμε στήν Ἐκκλησία, να φθάσουμε στήν ἑνότητα τῆς πίστεως, «εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφεσ. 4, 13). 

Κατὰ τὴν ἐργασία αὐτὴ πλουτιζόμεθα στὴ γνώση καὶ τὴν πίστη τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ ἐργασία δὲν εἶναι αὐτόνομη καὶ αὐτοσχέδια. Βασίζεται στὴ δογματική, κανονική, ἀσκητικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καὶ στὴ λατρεία της. Αὐτὴ ἡ διδασκαλία εἶναι παραδεδομένη σὲ μᾶς τοὺς πιστοὺς ἀπὸ τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους, Προφῆτες, Εὐαγγελιστές, ποιμένες καὶ διδασκάλους ποὺ ἔδωσε, ποὺ χάρισε ὁ Χριστὸς στὴν Ἐκκλησία Του. Γράφει ὁ Ἀπόστολος: «καὶ Αὐτὸς (ὁ Χριστὸς) ἔδωκε τοὺς μὲν ἀποστόλους, τοὺς δὲ προφήτας, τοὺς δὲ εὐαγγελιστᾶς, τοὺς δὲ ποιμένας καὶ διδασκάλους πρὸς καταρτισμὸν τῶν ἁγίων εἰς ἔργον διακονίας, εἰς οἰκοδομὴν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφεσ. 4,11-12).

Καί ὅταν ἐργάζεται πνευματικά κάθε χριστιανός  μέ βάση αὐτήν τήν διδασκαλία τῶν Ἅγιων, προκόπτοντας στήν πίστη καί γνώση τοῦ Θεοῦ, εὔκολα ἀντιλαμβάνεται διδασκαλίες, λόγους καί ἰδέες πού δέν ταυτίζονται μέ τήν ἁγιωτάτη ὀρθόδοξη Παράδοση. 

Δέν «κλυδωνίζεται» καί δέν «περιφέρεται» «παντί ἀνέμω τῆς διδασκαλίας» (δέν πηγαίνει «ὅπου φυσάει ὁ ἄνεμος») δέν γίνεται θύμα τῆς «κυβείας»123 τῶν πονηρῶν ἀνθρώπων (Ἐφεσ. 4,14). 

Ἀλλά ἀληθεύοντας ἐν ἀγάπη, μέ τήν ἀρωγή τοῦ πνευματικοῦ του πατρός, αὐξάνει τόν ἀγώνα του καί προσφέρει στόν Χριστό τά πάντα, ἐνούμενος περισσότερο μέ Αὐτόν, τήν κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας (Ἐφεσ. 4,15).

Λαμβανομένης ὑπ’ ὄψιν αὐτῆς τῆς διδασκαλίας, καμμιὰ αὐθεντία δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιβληθεῖ στὴν συνείδηση τῶν ὀρθοδόξων εἴτε ἱερατικὴ εἴτε ἀρχιερατικὴ εἴτε συνοδική, ἂν δὲν συμφωνεῖ κατὰ πάντα μὲ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση, δηλ. τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, Πατέρων καὶ Διδασκάλων. Καὶ καμμιὰ «ὑπακοὴ» δὲν ὀφείλεται σὲ ἀντιευαγγελικές, ἀντικανονικές, ἀντιπατερικὲς καὶ γενικῶς ἀντορθόδοξες διδασκαλίες. Ἡ αὐθεντία στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴν αὐθεντία τοῦ γκουροὺ - Θεοῦ, ὁ ὁποῖος θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς ὀπαδοὺς τοῦ πηγὴ ἀλήθειας ὅ,τι κι ἂν κάνει, ὅ,τι κι ἂν πεῖ.

Ἡ αὐθεντία στὴν Ὀρθοδοξία ἔχει ἄμεση σχέση μὲ τὸν Αὐθέντη Χριστό, ὁ ὁποῖος μὲ τὸ αἷμα Τοῦ ἀπέκτησε τὴν Ἐκκλησία Του καὶ παρέδωσε στοὺς ποιμένες καὶ διδασκάλους τὴ διδαχή Του πρὸς σωτηρία μας. Οὐδεὶς δύναται νὰ διεκδικεῖ ἀλάθητο, λόγω τίτλου ἢ θέσεως. Οὐδεὶς εἶναι ποιμὴν «ἀφ’ ἑαυτοῦ». 

Σέ ὅσους λοιπόν ποιμένες φέρουν τήν αὐθεντική διδαχή τοῦ Χριστοῦ, σ’ αὐτούς ὀφείλουν οἱ ὀρθόδοξοι Χριστιανοί ὑπακοή, γιατί αὐτοί οἱ ποιμένες εἶναι οἱ ὑπό τοῦ Χριστοῦ τεταγμένοι πρός καταρτισμόν τῶν ἁγίων, δήλ. τῶν πιστῶν. Αὐτοί ὁδηγοῦν τούς χριστιανούς στήν ἐν Χριστῷ τελειότητα καί τούς προφυλάσσουν ἀπό τήν ἐπιβουλή τῆς πλάνης.

Στοὺς ἄλλους, τοὺς ψευδοποιμένες, ποὺ δὲν φέρουν αὐτὴ τὴν ὀρθόδοξη διδαχή, ποὺ ὅταν δοῦν τὸν λύκο ἐρχόμενο ἀφήνουν τὰ πρόβατα καὶ φεύγουν (Ἰωάν. 10, 12), ποὺ οἱ ἴδιοι μετατρέπονται σὲ ἄγριους λύκους καὶ κατατρώγουν τὸ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ (Πράξ. 20,29), ποὺ στρεβλώνουν τὴν Ἁγία Γραφὴ ὄντες ἀμαθεῖς καὶ ἀστήρικτοι (Β Πέτρου 3, 16), ποὺ ἐνῶ ἔχουν τεθεῖ ὡς ἐπίσκοποι - σκοποὶ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ φυλάσσουν τοὺς πιστοὺς καὶ νὰ τοὺς προειδοποιοῦν γιὰ κάθε κίνδυνο, ἀδιαφοροῦν (Ἰεζ. 33, 7-8) ποὺ μολύνουν, διαφθείρουν καὶ ρημάζουν τὸν ἀγαπημένο ἀμπελώνα τοῦ Χριστοῦ μὲ τὶς πλανεμένες διδασκαλίες τοὺς (Ἱερεμ. 12, 10), σ’ αὐτοὺς ὄχι μόνο ὑπακοὴ δὲν ὀφείλουμε, ἀλλὰ οὔτε τὴν πόρτα μας δὲν πρέπει νὰ τοὺς ἀνοίγουμε οὔτε καὶ νὰ τοὺς χαιρετοῦμε (Β’ Ἰωάν. 10- 11).
___________________________________________________________________________________

123 «Κυβευταὶ λέγονται ἐκεῖνοι ὁπού παίζουν τὰ ἀζάρια. Τοιοῦτοι δὲ εἶναι καὶ οἱ ψευδοδιδάσκαλοι, διότι μεταθέτουν εἰς τὴν πλάνην τοὺς καθὼς θέλουν τοὺς ἁπλοὺς καὶ ἀκάκους ἀδελφοὺς ὡσὰν τὰ ἀζάρια» (Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ἑρμηνεία εἰς τὰς ΙΔ Ἐπιστολᾶς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τόμος δεύτερος, Ἐκδόσεις «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», σ. 436).

Πρωτ. Ιωάννης Φωτόπουλος
Ή νηπτικῆ ἐργασία ὡς ἀνάγκη ἐπιτακτική 
από το βιβλίο Θεανθρώπινη Καθολικότητα
ή Πανθρησκειακή Παγκοσμιότητα

Κριτικὲς τοποθετήσεις στο βιβλίο «Παγκοσμιότητα και Ορθοδοξία»
Ἀρχιεπ. Αλβανίας κ. Αναστασίου


2 σχόλια:

  1. Ἐπειδὴ σήμερα πολλοὶ ὁμιλοῦν καὶ γράφουν περὶ «Νέας Ἐποχῆς» καί περὶ νέων συνθηκῶν καὶ προκλήσεων, στὶς ὁποῖες θὰ πρέπει νὰ ἀνταποκριθεῖ ἡ Ὀρθοδοξία, καὶ μ’ αὐτὴ τὴ «χρηστολογία», δηλ. τὰ ὡραία λόγια ἐξαπατοῦν τὶς καρδιὲς τῶν πιστῶν,

    φρονοῦμε ὅτι ὡς Χριστιανοὶ ὀρθόδοξοι δὲν πρέπει νὰ λησμονοῦμε τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Δεν πρέπει να καταλάβει την καρδιά μᾶς ἄλλη ἀγάπη ἀπό την ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἄλλη ἐλπίδα ἀπό την ἐλπίδα τοῦ Χριστοῦ και ἄλλη πίστη ἀπό την πίστη τοῦ Χριστοῦ...

    Γιὰ νὰ ἐπιτευχθοῦν αὐτὰ χρειάζεται διαρκὴς πνευματικὴ ἐργασία. Εἶναι ἡ «λεπτὴ ἐργασία» ποὺ πρέπει νὰ κάνουμε στὸν ἑαυτό μας, κατὰ τὸν Ἅγιο Παΐσιο…

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ὄταν ἐργάζεται πνευματικά κάθε χριστιανός μέ βάση τήν διδασκαλία τῶν Ἅγιων, προκόπτοντας στήν πίστη καί γνώση τοῦ Θεοῦ, εὔκολα ἀντιλαμβάνεται διδασκαλίες, λόγους καί ἰδέες πού δέν ταυτίζονται μέ τήν ἁγιωτάτη ὀρθόδοξη Παράδοση.

    Δέν «κλυδωνίζεται» καί δέν «περιφέρεται» «παντί ἀνέμω τῆς διδασκαλίας» (δέν πηγαίνει «ὅπου φυσάει ὁ ἄνεμος») δέν γίνεται θύμα τῆς «κυβείας»123 τῶν πονηρῶν ἀνθρώπων (Ἐφεσ. 4,14).

    Ἀλλά ἀληθεύοντας ἐν ἀγάπη, μέ τήν ἀρωγή τοῦ πνευματικοῦ του πατρός, αὐξάνει τόν ἀγώνα του καί προσφέρει στόν Χριστό τά πάντα, ἐνούμενος περισσότερο μέ Αὐτόν, τήν κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας (Ἐφεσ. 4,15)

    Λαμβανομένης ὑπ’ ὄψιν αὐτῆς τῆς διδασκαλίας, καμμιὰ αὐθεντία δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιβληθεῖ στὴν συνείδηση τῶν ὀρθοδόξων εἴτε ἱερατικὴ εἴτε ἀρχιερατικὴ εἴτε συνοδική, ἂν δὲν συμφωνεῖ κατὰ πάντα μὲ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση, δηλ. τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, Πατέρων καὶ Διδασκάλων.

    Καὶ καμμιὰ «ὑπακοὴ» δὲν ὀφείλεται σὲ ἀντιευαγγελικές, ἀντικανονικές, ἀντιπατερικὲς καὶ γενικῶς ἀντορθόδοξες διδασκαλίες.

    Σέ ὅσους λοιπόν ποιμένες φέρουν τήν αὐθεντική διδαχή τοῦ Χριστοῦ, σ’ αὐτούς ὀφείλουν οἱ ὀρθόδοξοι Χριστιανοί ὑπακοή, γιατί αὐτοί οἱ ποιμένες εἶναι οἱ ὑπό τοῦ Χριστοῦ τεταγμένοι πρός καταρτισμόν τῶν ἁγίων, δήλ. τῶν πιστῶν.

    Αὐτοί ὁδηγοῦν τούς χριστιανούς στήν ἐν Χριστῷ τελειότητα καί τούς προφυλάσσουν ἀπό τήν ἐπιβουλή τῆς πλάνης.

    ΑπάντησηΔιαγραφή