Στο Τελείωμα της Μέρας...
Απόσπασμα από το βιβλίο της Αναστασίας Σουσώνη.
Η Ιόλη ξάπλωσε στον καναπέ και διπλώθηκε. Ένιωθε να κόβεται στα δύο. Το πρόσωπό της συσπάστηκε από τον πόνο, που την είχε καταβάλει. Έβαλε να παίξει μουσική για να ξεχαστεί. Έμεινε ξαπλωμένη στην ίδια θέση για πολλή ώρα υποφέροντας, νιώθοντας το σώμα της ένα μεγάλο βάρος, που την κρατούσε καρφωμένη στη γη, ενώ εκείνη ήθελε να πετάξει:
«Πόσα κουβαλάμε μαζί μας οι άνθρωποι... Γεννιόμαστε με σώμα φιλάσθενο και ζούμε υποφέροντας μέσα στους πόνους, που μας προσφέρει κάθε τόσο. Η ψυχή μας συμπάσχει παράλληλα με αυτό και, όταν είναι η σειρά της ν’ αρρωστήσει, το σώμα μπορεί να κάνει το ίδιο. Κάποιοι άνθρωποι κατάφεραν να διαχωρίσουν το ένα από το άλλο και, απαρνούμενοι την ανθρώπινη και φθαρτή τους ύλη, αφοσιώθηκαν στη μέριμνα των ψυχών τους δίνοντας πια βάρος στο αιώνιο και όχι στο φθαρτό.
«Πόσα κουβαλάμε μαζί μας οι άνθρωποι... Γεννιόμαστε με σώμα φιλάσθενο και ζούμε υποφέροντας μέσα στους πόνους, που μας προσφέρει κάθε τόσο. Η ψυχή μας συμπάσχει παράλληλα με αυτό και, όταν είναι η σειρά της ν’ αρρωστήσει, το σώμα μπορεί να κάνει το ίδιο. Κάποιοι άνθρωποι κατάφεραν να διαχωρίσουν το ένα από το άλλο και, απαρνούμενοι την ανθρώπινη και φθαρτή τους ύλη, αφοσιώθηκαν στη μέριμνα των ψυχών τους δίνοντας πια βάρος στο αιώνιο και όχι στο φθαρτό.
Μόνο εκείνοι κατόρθωσαν να διατηρήσουν την καρδιά τους ελεύθερη από τα πάθη και τις πρόσκαιρες θλίψεις της ανθρώπινης ύπαρξης. Ποιος όμως στ’ αλήθεια εξυψώθηκε πνευματικά τόσο μόνο με τις δυνάμεις του; Οι άνθρωποι είναι τόσο αδύναμοι για να ξεπεράσουν μόνοι έστω και μία δύσκολη κατάσταση, που μπαίνει στον δρόμο τους. Πώς μπορούν λοιπόν να φτάσουν στο σημείο να νικήσουν τα πάθη της καρδιάς τους;
Χωρίς τη βοήθεια του Θεού, τίποτα δεν μπορούν να κάνουν. Όσοι μπόρεσαν, ήταν επειδή είχαν πάψει να σκέφτονται και να πράττουν σαν κοινοί άνθρωποι. Όμως, για να φτάσουν εκεί, άδειασαν πρώτα ολόκληροι από τις δικές τους επιθυμίες και τα πάθη, που τους κρατούσαν δέσμιους μέσα στη ματαιότητα και με τη θέλησή τους προσκολλήθηκαν με απλότητα στο θέλημα του Θεού.
Πρώτα άδειασαν μέχρι τον πάτο τον εαυτό τους κι έπειτα γέμισαν με Θεία Χάρη... Μόνο εκείνοι, οι ταπεινοί, είχαν τη δύναμη να παραμένουν ατάραχοι μπροστά στις δυστυχίες, τον σωματικό πόνο και τον θάνατο. Γιατί σταμάτησαν να μεριμνούν οι ίδιοι για τους εαυτούς τους. Γιατί βασίστηκαν εξ ολοκλήρου στη Θεία Δύναμη και όχι στη δική τους. Έτσι έζησαν την αληθινή ειρήνη μέσα τους»...
Τέτοια συλλογιζόταν η Ιόλη, διαβάζοντας εκείνο το βιβλίο. Το περιεχόμενό του ήταν θρησκευτικό και είχε και πολλές σελίδες. Ξεκίνησε να το διαβάζει διστακτικά, καθώς δεν ήταν συνηθισμένη σε τέτοια θεματολογία. Όμως της φάνηκε εύκολο στην ανάγνωσή του και τόσο της είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον, που δεν ήθελε να το αφήσει καθόλου από τα χέρια της.
Ένιωθε ότι εκεί μόνο έβρισκε τις απαντήσεις, στα βαθύτερα νοήματα, που αναζητούσε κι είχε αρχίσει να αισθάνεται το πνεύμα της ελεύθερο όσο ποτέ άλλοτε...
Τις ώρες που είχε περάσει διαβάζοντάς το συνέβαινε κάτι το πρωτόγνωρο: Ένιωθε τη διψασμένη της ψυχή να δροσίζεται από κάτι πολύτιμο, άυλο, αλλά και ταυτόχρονα καθαρτήριο. Της φαινόταν ότι αυτά, που διάβαζε, αποτυπώνονταν πάνω στην καρδιά της την ίδια στιγμή ανεξίτηλα και πως πολλά από αυτά μάλιστα ήταν σαν να υπήρχαν εκεί από πάντα.
Μήπως αυτός ήταν ο κόσμος της τελικά; Εκείνος, που με πάθος την κατηγορούσαν, ότι είναι αλλοπρόσαλλα διαφορετικός, από την πραγματικότητα αυτής της μίζερης ζωής; Αν κάποιος την ρωτούσε, η Ιόλη θα απαντούσε σίγουρα: «Ναι!» Η «τρέλα» αυτού του άγνωστου για τους πολλούς κόσμου, τον οποίον η Ιόλη μόλις ενστερνιζόταν, εξηγούσε σε βάθος την πνευματική πτώση της ανθρώπινης ψυχής.
Η ιστορία έδειξε ότι ο κόσμος περίμενε έναν κοσμικό σωτήρα, ο οποίος θα αποδεχόταν όλα τα φθοροποιά και ψυχοκτόνα πάθη του ανθρώπου και θα επέβαλλε εξωτερικά για χάρη του κοινού καλού μια παγκόσμια ειρήνη –και πολλοί ακόμα έναν τέτοιο περιμένουν-, αλλά ο Θεός δεν είναι έτσι...
Η ιστορία έδειξε ότι ο κόσμος περίμενε έναν κοσμικό σωτήρα, ο οποίος θα αποδεχόταν όλα τα φθοροποιά και ψυχοκτόνα πάθη του ανθρώπου και θα επέβαλλε εξωτερικά για χάρη του κοινού καλού μια παγκόσμια ειρήνη –και πολλοί ακόμα έναν τέτοιο περιμένουν-, αλλά ο Θεός δεν είναι έτσι...
Η Ιόλη γύρισε πλευρό και κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο. Ήταν μεσημέρι και ο ήλιος έκαιγε εκείνη την ημέρα. Η ματιά της κόλλησε στον ουρανό. Ήταν όμορφος και πολύ φωτεινός, πλημμυρισμένος από κατάλευκα σύννεφα. Κοίταζε με επιμονή ψηλά παρατηρώντας τον ουρανό επί ώρα. Τα σύννεφα κατάλευκα, σαν αβρά βελούδα, ξάπλωναν επάνω στο γαλάζιο χρώμα και παιχνίδιζαν με τον αέρα.
Η Ιόλη παρατηρούσε τις άκρες τους, που μπλέκονταν μεταξύ τους με μια χάρη, που προξενούσε συγκίνηση, σαν να χόρευαν. Κι έπειτα ενδιάμεσα ξεπρόβαλλε όλο το γαλάζιο του ουρανού. «Τι ομορφιά!» ψιθύρισε αυθόρμητα η Ιόλη κι ένα ουράνιο χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό της. Έπειτα συμπλήρωσε: «Μικρή γωνιά, μικρή ψυχή, κάνε, Θεέ μου, να ’ρθει η αυγή». Ένιωσε λίγο καλύτερα και πήρε το σημειωματάριό της.
Λίγο πριν οι άλλοι επιστρέψουν, πρόλαβε και έγραψε κάτι χωρίς πραγματικά να συναισθάνεται αν τα έγραφε για λογαριασμό δικό της ή για χάρη της Μάχης: «Κόρη μικρή, τα δάκρυα δεν λυπήθηκαν τα μάτια σου. Και τα δάκρυα τα πικρά δεν θα αλλάξουν το ποτάμι. Γιατί έχει νερό γλυκό κι έτσι θα μείνει πάντα. Το ποτάμι θα δέχεται τα δάκρυά σου τα πικρά και τα μάτια σου το πάνγλυκο νερό Του».
«Κι αν υπάρχει Θεός
και νοιάζεται τόσο για εμάς, γιατί δεν εξαλείφει το
κακό από τον κόσμο; Γιατί, δεν σταματάει το κακό;» Φράση που άκουγε συχνά
από τους γύρω της. Λογισμός που απελπίζει.
Κι όμως, ο Θεός μπόρεσε. Νίκησε το κακό. Για
πάντα. Νίκησε το κακό πάνω στον Σταυρό, ακριβώς
με τη μη ανταπόδοσή του. Με τη θυσία του εαυτού Του, εκούσια.
Εάν αυτός που υποστηρίζει ότι σε
αγαπάει, δεν θυσιαστεί με κάποιον τρόπο για σένα,
δεν μπορείς να πιστέψεις στην αγάπη του, έτσι δεν
είναι; Ακούμε συνέχεια τους γονείς να λένε ότι αγαπούν τα παιδιά τους, αλλά στις αγνές καρδιές των
ευάλωτων παιδιών μετράνε μόνο οι θυσίες τους και
όχι τα σκέτα λόγια. Έτσι δεν είναι;...
«Γιατί ένας σκληρός λόγος απ’ το στόμα ενός γονέα έχει τόση εξουσία, που μπορεί να καταστρέψει ακόμα και την ίδια τη ζωή του παιδιού του». Υπάρχουν πνευματικοί νόμοι, τόνιζε ο άγιος γέροντας Παΐσιος. Όπως υπάρχουν οι φυσικοί νόμοι, υπάρχουν κι οι πνευματικοί. Αν είναι έτσι, τότε τι σημασία έχει αν αλλάζουν οι εποχές, οι γενιές ή τα μυαλά μας;
Παρ’ όλο που ο νους της κινούνταν πλέον μέσα στους χώρους της πίστης, της φαινόταν απόλυτα λογικό να υπάρχουν ισχυροί πνευματικοί δεσμοί μεταξύ των ανθρώπων και ιδιαίτερα μεταξύ γονέων και παιδιών, αφού εκτός από τον ορατό κόσμο υπάρχει και ο αόρατος, όπως είναι η ανθρώπινη ψυχή. Δεν μπορείς να τη δεις με τα μάτια, μπορείς όμως να τη νιώσεις με την καρδιά.
Υπάρχουν τόσα, που εμείς δεν μπορούμε να δούμε ή να ακούσουμε, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι παύουν έτσι και να υπάρχουν. Αν συνέχιζε η διαμάχη και με τους δικούς της γονείς, ποιος ξέρει πού θα κατέληγε το πράγμα στη δική της περίπτωση ή της Μάχης...
Όμως θα ήταν τίμιο μόνο και μόνο από φόβο να τα πηγαίνει κανείς με τους γονείς του καλά, επειδή κατάλαβε ξαφνικά πόσο μεγάλη εξουσία έχουν πάνω του; Μα η Ιόλη δεν ήθελε ποτέ να τους μιλάει άσχημα, δεν προκαλούσε η ίδια αυτές τις διαμάχες, ήταν αποτέλεσμα των δικών τους επιλογών, άρα τι έπρεπε να κάνει τώρα;
Αν πρώτα απ’ όλους, οι γονείς έβαζαν στην άκρη τους εγωισμούς και τα πάθη τους, ίσως τίποτα κακό να μην μοιράζονταν από χέρι σε χέρι. Αφού, αν σπείρεις θυμό, θα θερίσεις θυμό, όπως αν σπείρεις αγάπη, θα θερίσεις αγάπη. Γιατί όλα είναι αλληλένδετα μεταξύ μας κι οι ισορροπίες λεπτές.
Όποιος αγαπάει, λένε, πληγώνει. Είναι δυνατόν να στέκει αυτό; Όποιος αγαπάει ενδιαφέρεται, όποιος ενδιαφέρεται ανησυχεί, όποιος ανησυχεί προσέχει κι όποιος προσέχει δεν πληγώνει. Όμως γύρε λίγο και κοίτα πιο προσεκτικά τους ανθρώπους, Ιόλη...
«Ναι, υπάρχει και πνεύμα αντίθετο, ένας κοινός εχθρός, αόρατος, ο οποίος θέλει δόλια να βλάψει, επειδή πρώτα ζήλεψε τον Ίδιο τον Θεό και μετά όλα τα πλάσματά Του» συλλογίστηκε.
Έτσι, λοιπόν, εξελίσσεται η αλυσίδα του ανθρώπινου πόνου... Ο ένας κατηγορεί τον άλλον και όχι τον κοινό εχθρό. Ο ένας φτάνει να μισεί τον άλλον, το κακό πολλαπλασιάζεται και ο Παράδεισος ξεμακραίνει κι άλλο κοιτάζοντάς μας από μακριά, μην παραβιάζοντας την πολύτιμη ελευθερία.
Αλλά περιμένει κι Αυτός. Περιμένει τη στιγμή... Περιμένει κάθε στιγμή να Του δώσουμε λίγο χώρο για να έρθει ξανά και πάλι να μας γιατρέψει. Να μας κατευθύνει και να μας αγιάσει.
Αλλά περιμένει κι Αυτός. Περιμένει τη στιγμή... Περιμένει κάθε στιγμή να Του δώσουμε λίγο χώρο για να έρθει ξανά και πάλι να μας γιατρέψει. Να μας κατευθύνει και να μας αγιάσει.
Τώρα, λοιπόν, σταμάτα να κλαις και ανάλαβε τα
δικά σου σκοτάδια, Ιόλη, το δικό σου μερίδιο ευθύνης. Γιατί, ακόμα κι αν το πρόβλημα δεν ξεκινά
από εμάς, αλλά, παρ’ όλα αυτά, μας ωθεί σε μιαν
άσχημη συμπεριφορά, δεν σημαίνει ότι η λάθος
αντίδρασή μας γίνεται αυτόματα η σωστή. Εξακολουθεί να είναι πάντα λάθος και η απόδειξη είναι
ότι βαραίνει τη συνείδησή μας.
Μετά κι από αυτές τις σκέψεις, η Ιόλη ένιωθε ένα
βάρος ευθύνης να αναλογεί και στην ίδια. Ήθελε
διακαώς να πάρει μίαν άφεση για τις φορές, που
πίκρανε κι αυτή με τη σειρά της τη μητέρα ή τον
πατέρα της, άλλοτε αθέλητα κι άλλοτε ηθελημένα,
επιστρέφοντας το ίδιο σκληρά με εκείνους τα πυρά.
Όμως η πληγωμένη της καρδιά παρέμενε πονεμένη ακόμα. Το μυαλό συγχωρούσε, η καρδιά όμως πότε θα μπορούσε;...
Ωραία... Τα πήγες πολύ καλά με τη λογική σου ως τώρα, Ιόλη. Τα κατάλαβες, τα κατανόησες. Τι θα κάνεις από εδώ και πέρα;
Όμως η πληγωμένη της καρδιά παρέμενε πονεμένη ακόμα. Το μυαλό συγχωρούσε, η καρδιά όμως πότε θα μπορούσε;...
Ωραία... Τα πήγες πολύ καλά με τη λογική σου ως τώρα, Ιόλη. Τα κατάλαβες, τα κατανόησες. Τι θα κάνεις από εδώ και πέρα;
Λες πως πίστεψες στην
αιώνια ζωή και στους τρελούς, που υποστηρίζουν
πως ό,τι θεωρείται για τους ανθρώπους αδύνατο για
τον Θεό είναι δυνατό, τα πιο τρελά όνειρα αλήθεια,
ο πόνος γιατρειά κι ο θάνατος ανάσταση...
Επιθυμείς στ’ αλήθεια να ζήσεις υπεράνθρωπα για να
κερδίσεις το υπεράνθρωπο; Όπως έλεγε ο αγαπημένος σου άγιος Παΐσιος;...
Και τώρα πες μου, Ιόλη, τι θα πεις σαν δεις τον Χριστό;...
Θα Τον ακολουθήσεις; Θα επιλέξεις να πράττεις πέρα από
τη λογική, να συνεχίζεις ακόμα κι όταν δεν φαίνεται
να υπάρχει λόγος; Να υπομένεις χωρίς να γογγύζεις,
να συγχωρείς ακόμα κι όταν δεν σου ζητούν συγγνώμη;
Αυτή τη φορά δεν χρειάστηκε να γράψει τίποτε. Η καρδιά της ψιθύριζε αβίαστα μια προσευχή:
«Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με. Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με. Κύριε, ο Θεός, συγχώρεσε τη μικρότητά μου και δως μου τη
δύναμη να συγχωρήσω όσους με πίκραναν, από καρδιάς. Δώσε σε όλους μας μετάνοια και κάνε εκείνο, που Εσύ θες, με μένα,
γιατί απ’ ό,τι φαίνεται μόνο αυτό είχε νόημα ως τώρα.
Από
τότε, από την πρώτη προσευχή, που σου ζήτησα να πορευτώ
σωστά... Τώρα το καταλαβαίνω. Όλα έγιναν ανάποδα στο
θέλημά μου, αλλά με έφεραν εδώ. Θα μείνεις κοντά μου, Σε
παρακαλώ; Μπορώ να μείνω κοντά Σου; Μόνο αυτό θέλω πια.
Σε ευχαριστώ, Θεέ μου! Δεν Σου το είπα ποτέ ως τώρα»...
Δείτε σχετικά:
Στο τελείωμα της μέρας, πες μου, Ιόλη, τι θα
πεις σαν δεις τον Χριστό;...
Απόσπασμα από το βιβλίο της Αναστασίας Σουσώνη:
«Στο Τελείωμα της Μέρας»,
Εκδόσεις Θύρα.
Πηγή: Ηλεκτρονικό βιβλιοπωλείο εκδόσεων
πεις σαν δεις τον Χριστό;...
Απόσπασμα από το βιβλίο της Αναστασίας Σουσώνη:
«Στο Τελείωμα της Μέρας»,
Εκδόσεις Θύρα.
Πηγή: Ηλεκτρονικό βιβλιοπωλείο εκδόσεων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου