Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2018

Ελεύσεις και αποκρύψεις του θείου Φωτός ~ Μητρ. Ναυπάκτου Ιερόθεου Βλάχου

Ελεύσεις και αποκρύψεις του θείου Φωτός
Μητροπ. Ναυπάκτου & Αγ. Βλασίου
 Ιερόθεου Βλάχου


Από το βιβλίο: «Οίδα άνθρωπον εν Χριστώ»
Βίος και πολιτεία του Γέροντος Σωφρονίου 
του ησυχαστού και θεολόγου



Η όραση του ακτίστου Φωτός γίνεται με πολλές εναλλαγές. Στην αρχή γίνεται ασαφώς, με την αποκάλυψη του εσωτερικού σκότους, στην συνέχεια γίνεται λαμπρότερη και μεταδίδει την θεία ζωή, αλλά μετά από αυτά παρατηρούνται αυξομειώσεις, άρ­σεις της θείας Χάριτος, απομακρύνσεις του Θεού και εκ νέου ελεύσεις της θείας Χάριτος. Όλα αυτά παρουσιάζονται από έναν εμπειρικό θεολόγο, που γνώρισε αυτές τις επισκέψεις και τις απο­μακρύνσεις του Θεού.

Ο Γέροντας στα κείμενα του κάνει λόγο για την απροσδόκητη έλευση του θείου Φωτός που «εναγκαλίζεται αγαπητικώς» τον άνθρωπο (212). Έπειτα κάνει λόγο για «συνεχή θέα του φωτός», που παρέμενε σε εκείνον «επί τρεις ημέρας» (213) και άλλοτε παρέμενε μαζί του «επί δύο εβδομάδας» (214)

Εδώ πρέπει να θυμηθούμε την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, για την έλλαμψη και την διαρκή θέα του Φωτός. Ακόμη αυτή η Χάρη, όπως η Χάρη της βιώσεως της Γεθσημανή, ήταν ένα μεγάλο δώρο, που, όπως ομολογεί, «και μέχρι του νυν δεν παύει αυξανόμενον». 

Την περίοδο αυτή, που ζούσε μέσα στο Φως και το Φως ήταν μέσα του και μαζί του, ζούσε φυσιολο­γικά. Και στην συνέχεια κάνει λόγο για την «απώλεια» της Χά­ριτος του Θεού (215), για την αποχώρηση «του Πνεύματος τον Κυρίου» (216) και την επί μακρόν αποχώρηση της οράσεως «του ου­ρανίου φωτός» (217), για την εγκατάλειψη του Φωτός (218), για την  έκπτωση «εκ της υπερκόσμιου ελλάμψεως» (219).

Από αυτά φαίνεται ότι η πείρα του Γέροντος Σωφρόνιου υπήρξε μεγάλη και γι' αυτό δυσερμήνευτη. Εμείς δεν μπορούμε να την αναλύσουμε, παρά μόνον να παραθέσουμε τους λόγους του που δείχνουν αυτήν την πραγματικότητα. Συνήθως ο Γέροντας ζούσε αυτήν την εμπειρία χωρίς να την αξιολογεί λογικώς, χωρίς να προσπαθεί να την κατανοεί και να την ελέγχει συγκρίνοντας την με την διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας. 

Δεν θεολογούσε πάνω σε αυτήν την εμπειρία, δεν προσκολλάτο στις καταστάσεις αυτές, καίτοι διέμενε «εν τη αμόρφω νοερά σφαίρα», ούτε στρεφόταν στον εαυτό του για να την αναλύσει θεολογικά, αλλά μισούσε τον εαυτό του από την βαθειά μετάνοια και συντριβή που τον διακατείχε σε όλη του την ζωή. Περνούσε μεγάλες περιόδους χωρίς σκέψεις, οι όποιες όμως του δημιουργούνταν όταν συνομιλούσε με τους ανθρώπους (220).

Η «ακατάσχετος ορμή» προς οδυνηρή μετάνοια είλκυε την ψυχή του «εις τοιαύτην ακόρεστον προσευχήν, ώστε η ψυχή να επιλανθάνηται των πάντων, ουδέν να ενθυμήται, αλλά να στρέφηται ακατασχέτως προς τον Θεόν, τον αόρατον αλλ' ηγαπημένον, τον άγνωστον αλλ' οικείον, τον απρόσιτον αλλ' εγγύς» (221).

Όταν ερχόταν ακόμη και ένας λογισμός κενοδοξίας, τότε στερείτο του Φωτός. Γράφει: «Προσηυχόμην κατακλυζόμενος υπό δακρύων συντριβής, και ευθύς, ως ενεφανίζετο πλησίον που εν τω αέρι λογισμός κενοδοξίας, ανιστάμην πάραυτα από της γης απεστερημένος πάντων: Δεν υπήρχον δάκρυα, η ψυχή ήτο ηρημωμένη· το σώμα ήτο υγιές, η πνευματική όμως ζωή αφίστατο άπ' εμού» (222)

Όμως, αυτό τον δίδαξε να αντιμετωπίζει με ανδρεία, ακόμη και την προσέγγιση του λογισμού της κενοδοξίας. Γράφει: «Κατόπιν πολλών επαναλήψεων παρομοίων συμφορών, και εκ του ελαχίστου σημείου προσεγγίσεως του εχθρού τούτον, της κενοδοξίας, ηρχόμην εις φόβον. Τότε εδιπλασίαζον τον κλαυθμόν της μετανοίας: «Κύριε ήλθον οι φονείς μου, σώσον με». Ούτω κατενόησα, δια ποίον λόγον οι Πατέρες αποφεύγουν τους επαίνους: Και οι τέλειοι εισέτι δεν δύνανται να εξέλθουν άνευ ζημίας τινός της προς τον Θεόν αγάπης αυτών» (223). Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο έγραφε ότι:

«ο επιρρεπής εις την φαντασίαν νους είναι ακατάλληλος δια την θεολογίαν». Εκείνος που θέλει να «παρίσταται τω Θεώ καθαρώ νοί», πρέπει να απομακρύνεται από την «σφαίραν της φαντασίας» (224).

Η προσέγγιση προς τον Θεό συνδέεται με οδυνηρή ένταση που δεν είναι εύκολο να βιωθεί από τους έχοντες πεπτωκυία φύση που αποστρέφονται τον πόνο. Ταλαντευόταν «μεταξύ δύο θέσεων». Ή να συμβιβαστεί με την υπάρχουσα πραγματικότητα με μια «νόθον ταπείνωσιν» ή να αποδεχτεί «την φοβεράν κλήσιν του Χριστού». Και γράφει: «Ότε επέλεξα το δεύτερον, τότε ανεγεννήθην δια ζωήν εν τω Ζώντι Θεώ» (225).


Ο Γέροντας Σωφρόνιος δίνει την μαρτυρία του για την πορεία της αναβάσεως της ψυχής προς τον Θεό: «Εις οιονδήποτε σημείον και αν ύψωση ημάς η δι' όλου του είναι ημών ακράτητος ορμή προς Αυτόν, αισθανόμεθα χαράν κατά την πορείαν της αναβάσεως, συγχρόνως όμως ο Ίδιος εμφανίζεται διαρκώς και πλέον απρόσιτος. Συχνάκις αποκάμνομεν, απόγνωσις κυριεύει ημών, βλέπομεν εαυτούς έτοιμους προς πτώσιν, και αίφνης Ούτος, όλως απροσδοκήτως, είναι μεθ' ημών και εναγκαλίζεται ημάς αγαπητικώς. Ο Θεός είναι εκπληκτικώς παράδοξος» (226).

Στα κείμενα του Γέροντος προσδιορίζονται και τα βασικά αίτια της απώλειας του Φωτός της θείας Χάριτος που ονομάζεται εγκατάλειψη του Θεού. Γενικά, λόγω της φθαρτότητος και της θνητότητας, ο άνθρωπος δεν μπορεί να αντέξει για πολύ στην θεωρία. 

Ακόμη, ο Θεός οικονομεί αυτήν την στέρηση για την ανωριμότητα του αν­θρώπου και την καλύτερη ανταπόκριση της ελευθερίας σε πληρέ­στερη κένωση, καθώς επίσης για να πιει το ποτήρια πού Εκείνος είπιε και έτσι η ψυχή ταπεινώνεται και αυξάνει στην γνώση των οδών του Θεού (227)Σε άλλες περιπτώσεις ευθύνεται ο ίδιος ο άνθρωπος, γιατί δεν ανταποκρίνεται, όπως θα έπρεπε σε αυτό το μεγάλο δώρο του Θεού.

Όταν ο Γέροντας περιγράφει την εμπειρία της οράσεως του ακτίστου Φωτός για δύο εβδομάδες, στην συνέχεια αναφέρει και την αιτία για την οποία έχασε αυτήν την μεγάλη δωρεά, που ήταν η προσπάθεια να κατανοήσει λογικά το μεγάλο αυτό δώρο. Γράφει:

«Και ιδού, εσπέραν τινά, επλησίασεν εμέ ο μοναχός π. Ίουβενάλιος (Έγκορώφ), ο μόνος επί του ορόφου εκείνον γείτων μου, και ηρώτησεν εμέ: 

«Ανέγνωσα προ ολίγου τους Ύμνους του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου»...

«Είπατέ μοι, πώς αντιλαμβάνεσθε υμείς τας περιγραφάς της υπ' αυτού οράσεως του ακτίστου Φωτός»;... 

«Μέχρις εκείνης της στιγμής έζων μετ' ευγνώμονος καρδίας την εις εμέ συγκατάβασιν της ευλογίας του Κυρίου, αλλ' ουδέποτε διηρωτήθην σχε­τικώς προς το φαινόμενον τούτο και η σκέψις μου, εστραμμένη προς τον Θεόν, δεν επέστρεφεν εις εμαυτόν. Ίνα απαντήσω εις τον π. Ίουβενάλιον, νοερώς εστράφην προς εκείνο, όπερ έζων κατ' εκείνην την στιγμήν. Εν τη προσπά­θεια μου να αποκρύψω εμαυτόν, απήντησα δι' υπεκφυγής: 

«Δεν ανήκει εις εμέ να κρίνω περί του βιώματος του Αγίου Συμεών..., άλλ' ίσως, διαμένων ούτος εν καταστάσει χάριτος, ησθάνετο αυτήν ως Φως... δεν γνωρίζω»

«Εφάνη εις εμέ οτι ο π. Ιουβενάλιος απήλθε μη υποψιασθείς πλείον τι εκείνου όπερ είπον εις αυτόν. Ευθύς μετά την σύντομον ταύτην συνομιλίαν συνέχισα, ως συνήθως, την προσευχήν μου. Το Φως και η αγάπη δεν ήσαν πλέον μετ εμού» . Αυτή η λογική ανάλυση της οράσεως του ακτίστου Φωτός ήταν αιτία απώλειας της δωρεάς αυτής. Ο ίδιος ομολογεί: 

«Εν τη κατά Θεόν ζωή μου συνέβαινε πολλάκις, ευθύς ως κατενόουν δια της λογικής μου (δια της «αριστεράς μου») το τελούμενον εν εμοί κατά συγκατάβασιν Θεού, το Φως να εγκαταλείπη εμέ» (229).

Επειδή θα μπορούσαν μερικοί να θεωρήσουν ως παραφροσύνη την απάρνηση της λογικής ανάλυσης κατά τις ώρες αυτές, με το σκεπτικό οτι ο Θεός μας έδωσε την λογική, όπως έλεγε και ο Βαρλαάμ, ο όποιος αποκαλούσε την όραση των Προφητών «χείρω της ημετέρας νοήσεως», ο Γέροντας γράφει με ωραίο τρόπο οτι όταν αυτή «η παραφροσύνη», δηλαδή η λογική επεξεργασία, απο­χωρούσε, τότε κατανοούσε την ανυπολόγιστη ζημία πού προξενούσε στην πνευματική του ύπαρξη (230).

Υπήρχαν περιπτώσεις που γινόταν αυτή η λογική ανάλυση της εμπειρίας σε άλλο χρόνο, από λόγους πνευματικής καθοδηγήσεως, ακόμη και στους μοναχούς εκείνους που είχαν ανάλογη πείρα και έπρεπε ο Γέροντας μερικές φορές να λέει τι συνέβαινε σε αυτόν, ώστε να τους βοηθήσει. Όμως και αυτό ήταν συμφορά, όπως γράφει: «Ιδιαιτέρως εγνώρισα την συμφοράν αυτήν, ότε εγκατεστάθην πνευματικός εν Αγίω Όρει» (231).

Άλλες φορές η απώλεια της μεγάλης αυτής Χάριτος γινόταν από λεπτό λογισμό κενοδοξίας. Ο Γέροντας βοηθήθηκε από τα πατερικά κείμενα, γιατί σε αυτά εύρισκε την ομοιότητα προς την εμπειρία του, αλλ' όμως αυτή η πνευματική ανάγνωση και η γνώση είχε και τους κινδύνους της, γιατί, όπως γράφει, «εισερχόμην εις τον πολύπλοκον πόλεμον κατά της κενοδοξίας» και τότε αποχωρούσε «ενίοτε επί μακρόν, η όρασις του ουρανίου Φωτός». Έτσι περιέπιπτε «εις· μεγάλην λύπην εξ αιτίας του φαινομένου τούτου» (232).

Μετά την απώλεια της ζωής της αθανάτου, την οποία αθάνατη ζωή είχε γνωρίσει κατά την όραση του ακτίστου Φωτός, επανερχόταν στην προηγούμενη κατάσταση και βεβαίως εξακολουθούσε να υπάρχει η μετάνοια και το πένθος. 

Άλλωστε, από τον φωτισμό του νοός και την αδιάλειπτη νοερά προσευχή, ο θεούμενος ανέρχεται στην θεωρία του Θεού, και όταν αυτή για δια­φόρους λόγους σταματά, τότε επανέρχεται στην νοερά προσευχή. 

Μετά την απώλεια της θεωρίας του Φωτός, που είναι το φως της Βασιλείας του Θεού και της αιωνίου ζωής, καταλάμβανε την ψυχή του Γέροντος μεγάλη λύπη (233), και μια αθυμία και ταραχή εισερχόταν στην καρδιά του (234). Αυτήν την απώλεια, κυρίως όταν γίνεται από λεπτούς λογισμούς κενοδοξίας και λογικής επεξερ­γασίας, την χαρακτηρίζει στα κείμενα του ως «συμφορά» (235), ως «ανυπολόγιστον ζημίαν εν τω πνευματικό μου είναι» (236).

Ελεύσεις και αποκρύψεις του θείου Φωτός
Μητροπ. Ναυπάκτου & Αγ. Βλασίου
 Ιερόθεου Βλάχου


Από το βιβλίο: «Οίδα άνθρωπον εν Χριστώ»
Βίος και πολιτεία του Γέροντος Σωφρονίου 
του ησυχαστού και θεολόγου
Έκδοση Ιεράς Μονής Γενεθλίου 
Θεοτόκου - 2007


Βιβλιογραφικές Αναφορές:

211. βλ. Αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), «Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί», έκδ. Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου σελ. 188, 212. ένθ. ανωτ. σελ. 48, 213. ένθ. ανωτ. σελ. 275, 214. ένθ. ανωτ. σελ. 284, 215. ένθ. ανωτ. σελ. 329, 132. βλ. Α' «Πνευματική αυτοβιογραφία», 216. ένθ. ανωτ. σελ. 78, 217. ένθ. ανωτ. σελ. 199, 218. ένθ. ανωτ. σελ. 329, 219. ένθ. ανωτ. σελ. 93, 220. ένθ. ανωτ. σελ. 227, 221. ένθ. ανωτ. σελ. 227, 222. ένθ. ανωτ. σελ. 199, 223. ένθ. ανωτ. σελ. 199, 224. ένθ. ανωτ. σελ. 48, 225. ένθ. ανωτ. σελ. 91-92, 226. ένθ. ανωτ. σελ. 48, 227. ένθ. ανωτ. σελ. 48, 228. ένθ. ανωτ. σελ. 285, 229. ένθ. ανωτ. σελ. 329, 230. ένθ. ανωτ. σελ. 227, 231. ένθ. ανωτ. σελ. 329, 232. ένθ. ανωτ. σελ. 199

Πηγή: Ζωηφόρος


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου