Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2018

Θαύμα στον πόλεμο του 1940 ~ Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως

Θαύμα στον πόλεμο του 1940 ~ Άγιος Νεκτάριος 
Πενταπόλεως


Ένας Έλληνας στρατιώτης του Αλβανικού μετώπου στο έπος του 1940 καταθέτει την μαρτυρία του για τον άγνωστο σε εκείνον τότε, αλλά γνωστό σε εμάς Ιερέα και Άγιο ο οποίος με παρέμβαση του τόν έσωσε από βέβαιο θάνατο:

«Είμαι Πειραιώτης. Μόλις επέστρεψα από το αλβανικό μέτωπο. Κινδύνεψα. Δίπλα μου ακριβώς, έπεσε μια οβίδα. Άνοιξε ολόκληρο πηγάδι. Εκείνη τη στιγμή, έρχεται αστραπιαία ένας παπάς – πού βρέθηκε; - και μου δίνει μια γερή σπρωξιά. Μ’ έριξε στο χώμα, αντίθετα από την οβίδα. Γλίτωσα, κυριολεκτικά από θαύμα!...

Εκείνος, μόλις μ’ έσπρωξε, εξαφανίστηκε. Ταραγμένος όπως ήμουν, ούτε που μού ’κοψε να τον αναζητήσω εκείνη τη στιγμή. 

Όταν γύρισα στον Πειραιά, άρχισα να ρωτώ γνωστούς παπάδες και να κοιτάζω φωτογραφίες Ιερωμένων, για να βρω τον παπά που μ’ έσωσε. Ανάμεσα στις φωτογραφίες που μου δείξανε, ήταν και μια του Αγίου Νεκταρίου! 

Αυτός είναι! Φώναξα ανατριχιασμένος...

Γι’ αυτό έρχομαι στο Μοναστήρι του. Ήθελα κι εγώ, κάτι να προσφέρω στο Μοναστήρι του. Ρώτησα κι έμαθα ότι έσπασαν τα κεραμίδια τους και δεν είχαν χρήματα οι Μοναχές να τα επισκευάσουν. Ανέλαβα εγώ. Ήθελα να τα καινούργια απ’ την αρχή. Γι’ αυτό πηγαίνω. Είναι η δεύτερη φορά. 

Όταν πρωτοπήγα, με υποδέχτηκαν οι Μοναχές, δίχως να με γνωρίζουν: «Ήρθατε για τα κεραμίδια;» με ρώτησαν!... 

Τα έχασα! Δεν είχα πει τίποτα σε κανέναν. Βλέποντας την απορία μου, μου είπαν: «Ήρθε χτες βράδυ χαρούμενος ο Δεσπότης μας (σ.σ. ο Άγιος) και μας το είπε!…» 

Σημείωση: Ο Άγιος Νεκτάριος έχει Κοιμηθεί από το 1920, δύο δεκαετίες δηλαδή και περισσότερο πριν συμβούν όλα τα γεγονότα που περιγράφονται παραπάνω...

Θαύμα στον πόλεμο του 1940 
Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως

Από το βιβλίο «Μίλησα με τον Άγιο Νεκτάριο», Β΄ Τόμος



Η ανδρεία των Ελλήνων...


Το θρυλικό ύψωμα του 731: Οι Θερμοπύλες 
που δεν έπεσαν...

«Επί 7 ημέρες, ως τις 25 Μαρτίου η μεραρχία δοκιμάστηκε σκληρά, αλλά απέκρουσε τα κύματα των επιτιθέμενων αντιπάλων. Οι επιθέσεις και αντεπιθέσεις άρχιζαν με πυκνό κανονιοβολισμό που κατέσκαβε τα υψώματα, για να καταλήξουν σε συμπλοκές, όπου το λόγο είχαν η χειροβομβίδα και η λόγχη. 

Το ύψωμα 731, μεταξύ Αώου και Άψου, έμεινε θρυλικό... 

Ως τις 19 Μαρτίου, μετά από σχετική τριήμερη ανάπαυλα, οι Ιταλοί εξαπέλυσαν κατά του υψώματος 731 όχι λιγότερες από 18 επιθέσεις. Το «731», έμεινε γνωστό στην πολεμική ιστορία και των δύο αντιπάλων και υπήρξε ίσως ένα από τα πιο αιματοβαμμένα υψώματα ολόκληρου του παγκοσμίου πολέμου».

Αφήγηση ενός Ιταλού, έφεδρου ανθυπολοχαγού, που ηγήθηκε πολλές φορές των ανδρών του στις επιθέσεις κατά του 731: «Όταν εφορμήσαμε την πρώτη φορά κατά του 731, πίστευα ότι δεν θα συναντούσαμε ούτε έναν Έλληνα ζωντανό πάνω στο ύψωμα. 

Τόσο σφοδροί ήταν οι βομβαρδισμοί που προηγήθηκαν. Όμως εκείνοι ήταν εκεί και μας περίμεναν. Συνέχισα να πιστεύω το ίδιο και στις επόμενες επιθέσεις μας, που πάντα εκδηλώνονταν ύστερα από καταιγιστικά πυρά του πυροβολικού και της αεροπορίας μας.

Όμως πάντα μας περίμεναν και μας απέκρουαν...

Μετά την τρίτη μέρα των επιθέσεών μας, έπαψα πια να ελπίζω ότι δεν θα συναντούσαμε ζωντανούς τους υπερασπιστές του 731. Και οι στρατιώτες μας έπαψαν κι αυτοί να ελπίζουν πως η αεροπορία και το πυροβολικό μας θα έκαναν τη δουλειά αντί για μας. Αυτό είχε πολύ άσχημο αντίκτυπο στο ηθικό τους, το έβλεπα.

Συχνά οι Έλληνες μας περίμεναν όρθιοι μπροστά στα κατεστραμμένα χαρακώματά τους με τις λόγχες περασμένες στα όπλα τους. Είχαν υπερβεί κάθε ανθρώπινο όριο»...

Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2018

Τα πάντα μέσα στο Ναό “πλημμύρισαν” από το μύρο του Αγίου!...

Το θαύμα της Μυρόβλυσης του Αγίου Δημητρίου τον Οκτώβριο του 1987.

Το θαύμα της μυρόβλυσης του Αγίου Δημητρίου, εντός του Ιερού Ναού του στη Θεσσαλονίκη, κατά το έτος 1987, όπως την διηγείται ο τότε διάκονος του Ναού και σημερινός Εφημέριος του Ιερού Ναού Κοιμήσεως της Θεοτόκου, Σαράντα Εκκλησιών Θεσσαλονίκης, π. Χρήστος Κότιος. 

Ήταν 26 Οκτωβρίου 1987. Ώρα περασμένες δέκα το βράδυ. Η Θεσσαλονίκη γιόρταζε την μνήμη της αθλήσεως του πολιούχου της Αγίου Δημητρίου καθώς και τα ελευθέριά της από την περίπου πεντακοσίων ετών (1430-1912) καταδυναστεία των Οθωμανών. 

Ο ναός του Αγίου Δημητρίου με ανοιχτές τις πόρτες δεχόταν τους νυχτερινούς προσκυνητές, που γονάτιζαν μπροστά στην ασημένια λάρνακα με τα άγια λείψανα του Μυροβλύτου. Την ώρα εκείνη δεν θα ήταν περισσότεροι από τριάντα με σαράντα άνθρωποι στον ναό. 

Μια ομήγυρις περίπου δέκα γυναικών, μπροστά στην λάρνακα, έψελνε την παράκληση του Αγίου. Μοναδικός κληρικός που παρευρισκόταν, ο νεαρός και νεοχειροτονηθείς διάκονος του ιερού ναού μαζί με την διακόνισσα-σύζυγό του. Ο τότε προϊστάμενος του ναού και νυν μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας Παντελεήμων, τους είχε παραγγείλει να βρίσκονται εκεί και να τον περιμένουν. 

Ξαφνικά, οι γυναίκες που έψελναν την παράκληση άρχισαν να φωνάζουν! Ο διάκονος έτρεξε κοντά τους και αυτές, με ανάμικτα συναισθήματα, του έδειξαν την λάρνακα! Ήταν λουσμένη κυριολεκτικά με ένα ελαιώδους συστάσεως μύρο (λέω μύρο γιατί η ευωδία του ήταν ασύγκριτη). 

Θα έλεγε κανείς με σιγουριά, ότι κάποιος άδειασε επάνω της τουλάχιστον δυο «κουβάδες» αρωματικό υγρό! (χρησιμοποιώ την λέξη «κουβάδες» για να γίνει κατανοητό ότι η ποσότητα του μύρου που γλυστρούσε στα συμπαγή τοιχώματα της αργυρής λάρνακας με τις ανάγλυφες παραστάσεις, ήταν μεγάλη). 

Ο διάκονος για μια στιγμή σάστισε: ο Άγιος μυροβλύζει! Χωρίς να αμφιβάλει καθόλου για το θαύμα, και ευρισκόμενος σε μια κατάσταση χαράς, έκπληξης και ενθουσιασμού, έτρεξε να φέρει βαμβάκι από κάποιο έπιπλο του ιερού βήματος. Επέστρεψε τρέχοντας και άρχισε να σκουπίζει με το βαμβάκι το μύρο από τα εξωτερικά τοιχώματα της λάρνακας και να δίνει τμήματα από μυρωμένο αυτό βαμβάκι στους προσκυνητές. 

Σκούπιζε και το μύρο δεν τελείωνε, αλλά συνέχισε να αναβλύζει μυστικά, χωρίς να υπάρχει κάποια ορατή πηγή. Χαρακτηριστικά, του έκανε πολύ εντύπωση ένα γεγονός: με ένα μεγάλο κομμάτι βαμβάκι σκούπισε το μύρο από μια λεία περιοχή της λάρνακας. 

Το βαμβάκι σκούπισε καλά όλο το μύρο, όπως όταν σκουπίζουμε ένα τζάμι με ένα στεγνό πανί πιέζοντάς το καλά και αφαιρούμε την υγρασία που μπορεί να υπάρχει επάνω. 

Μια γυναίκα έσυρε την παλάμη του χεριού της πάνω στο τμήμα της λάρνακας, που μόλις είχε σπογγιστεί: Ο διάκονος, με θαυμασμό, είδε το χέρι της βρεγμένο από το ελαιώδες κιτρινοπράσινο μύρο!...


Εν τω μεταξύ η ευωδία είχε πλημμυρίσει όλον τον ναό και ξεχείλιζε από τις ανοιχτές πόρτες προς την οδό Αγίου Δημητρίου, προσελκύοντας τους περαστικούς, που έσπευδαν να δουν τι συμβαίνει και από που προέρχεται η ευωδία αυτή. Όλοι κατευθύνονταν προς την λάρνακα με τα λείψανα του Αγίου Δημητρίου, που ήταν τοποθετημένη όχι στο κιβώριό της (ακόμα δεν είχε κατασκευαστεί) αλλά μπροστά στο τέμπλο του ναού. Οι ευχάριστες όμως εκπλήξεις δεν σταμάτησαν εκεί! 

Οι προσκυνητές διαπίστωσαν ότι όλες οι εικόνες του ναού, οπουδήποτε κι αν βρίσκονταν, σε προσκυνητάρια ή στο τέμπλο, ανέβλυζαν μύρο!...

Μάλιστα ο διάκονος είδε προσκυνητές να βγάζουν χαρτομάντηλα και να σκουπίζουν τα τζάμια τα προστατευτικά των εικόνων του τέμπλου και τα χαρτομάντηλα να κιτρινίζουν από το μύρο το οποίο «έτρεχε» και από τις δύο πλευρές του τζαμιού, εσωτερική και εξωτερική. 

Το μέγεθος του θαύματος ήταν τέτοιο, που δεν άφηνε το παραμικρό περιθώριο για αμφισβήτηση. Δεν καταλαβαίναμε τι ζούσαμε, ήταν κάτι σαν όνειρο μέσα στην ομίχλη, αλλά το ζούσαμε!... 

Το ψηλάφιζαν τα χέρια μας, το έβλεπαν τα μάτια μας, το μύριζαν τα αισθητήρια της όσφρησής μας!... 

Σε λίγο χρόνο δημιουργήθηκε μια «ουρά» από ανθρώπους που με δάκρυα στα μάτια προσκυνούσαν την λάρνακα του Μυροβλύτη και συνειδητοποιούσαν, γιατί του δόθηκε το προσωνύμιο αυτό. 

Εν τω μεταξύ έφθασε στον ναό και ο προϊστάμενος ιερεύς με άλλους κληρικούς. Ξεκλείδωσαν τα ανοίγματα της λάρνακας και αποκαλύφθηκαν τα άγια λείψανα του Πολιούχου της Θεσσαλονίκης. Ευωδίαζαν μεν, αλλά ήταν η ευωδία των ιερών λειψάνων. Η ευωδία του μύρου ήταν διαφορετική και χαρακτηριστική. 

Ο μακαριστός Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κυρός Παντελεήμων ο Β΄, ο Χρυσοφάκης, απέδωσε το θαύμα της μυρόβλυσης του Αγίου Δημητρίου στο εξής γεγονός: 

Εκείνο το βράδυ, στην εορταστική τελετή του Πανεπιστημίου για τα ελευθέρια της Θεσσαλονίκης, ο κεντρικός ομιλητής αγνόησε στην ομιλία του παντελώς τον Άγιο, και δεν αναφέρθηκε καθόλου σ’ αυτόν. 

Ο Άγιος Δημήτριος όμως δήλωσε με την μυρόβλυσή του ότι, όπως ποτέ δεν εγκατέλειψε την πόλη του Θεσσαλονίκη έτσι και τώρα είναι πάντοτε παρών και αυτός είναι που την έσωσε και από την σκλαβιά και από τους σεισμούς, αλλά και διαμαρτύρεται όταν οι Θεσσαλονικείς αποδεικνύονται αχάριστοι και απομακρύνονται από τον Χριστό και τους Αγίους Του. 

Πέρασαν 24 χρόνια από τότε. Είμαι ο τότε διάκονος του ναού, τώρα ιερεύς στην Θεσσαλονίκη και σας γράφω τα γεγονότα όπως τα θυμάμαι. Την ώρα εκείνη ήταν σαν να ζούσα ένα μυστήριο. Δεν μπορώ να περιγράψω τι αισθανόμουν! 

Χαρά, έκπληξη, συγκίνηση, ενθουσιασμό… Δεν μπορώ να προσδιορίσω ακριβώς. Πάντως είναι από τα γεγονότα που ενισχύουν την πίστη, που μας γεμίζουν χαρά, ελπίδα και αίσθηση της παρουσίας του Χριστού και των Αγίων. 

Η πίστη μας είναι «ζωντανή»...

Το θαύμα της Μυρόβλυσης του Αγίου Δημητρίου τον Οκτώβριο του 1987.

Ο άγιος Δημήτριος διαλύει τα σκοτάδια από τις πλάνες της εποχής του με τις αστραπές της διδασκαλίας του Χριστού.


«Άγιε Δημήτριε, απομάκρυνε τα σκάνδαλα των Εκκλησιών. Φώτιζε τους ποιμένες και τους ιεράρχες να βοηθούν, να διδάσκουν και να προετοιμάζουν το ποίμνιο, ώστε να είναι σε επαγρύπνηση. Κάνε μας πιο δυνατούς από τους λύκους που καταστρέφουν τις ψυχές και οδήγησέ μας στην ουράνια μάνδρα...». ~ Συμεών μοναχός και φιλόσοφος

1. Φίλοι τοῦ μάρτυρα, σήμερα μᾶς συγκέντρωσε ὁ σπουδαῖος ἀνάμεσα στούς ἀγωνιστές τοῦ Χριστοῦ Δημήτριος, ὁ ἀληθινός πολιοῦχος καί θερμότατος προστάτης μας, προσφέροντάς μας τούς ἄθλους του σέ πνευματικό συμπόσιο...

Ὅτι ἦταν λοιπὸν ξεχωριστὸς ὁ ἄνθρωπος καὶ ὑπερεῖχε ἀπ᾿ ὅλους τοὺς ἄλλους σὲ δύο πράγματα, στὴ γενιὰ καὶ τὴν εὐημερία τῆς φύσης, καθὼς καὶ στὴ σύνεση τῶν θείων καὶ τὴ δόξα τῶν ἀνθρώπινων εἶναι φανερὸ ἀπὸ πολλά, ποὺ τὸ δείχνουν καθαρά, ὅλα ὅσα σχετίζονται μ᾿ αὐτόν, ὅτι ἦταν ὅμως καὶ στοὺς ἄθλους ἀσυναγώνιστος, τὸ ἐπιβεβαιώνουν αὐτὰ ποὺ βλέπουμε.

Ποιὰ τιμὴ λοιπὸν τόσο μεγάλη καὶ ὑπέροχη, καὶ χοροστάσια μὲ τὴ συμμετοχὴ ὅλου του λαοῦ καὶ ἄσματα γεμάτα χάρη, τοῦ ἔχουν ἀποδώσει ἀκόμη καὶ οἱ ἴδιοι οἱ βασιλιάδες περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον; Καὶ ἂν αὐτὰ ποὺ τελοῦμε ἐδῶ γιὰ τὰ μαρτύρια καὶ τοὺς ἄθλους του, ποὺ ἔκανε γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ, τὸν ἀποδεικνύουν τόσο σπουδαῖο καὶ λαμπρό, πόσο σπουδαῖο θὰ τὸν ἀναδείξει ἡ εὐτυχία του στοὺς οὐρανούς;...

Ἐπειδὴ λοιπὸν εἶναι νικητὴς σὲ κάθε λόγο, δὲν εἶναι καθόλου ἄξιο ἀπορίας ἂν θὰ κατανικήσει καὶ τοὺς δικούς μας ἐπαίνους. Ἀπὸ ἐδῶ λοιπὸν θὰ ἀποδειχτεῖ πολὺ περισσότερο ἄξιος θαυμασμοῦ, γιατὶ ὑστεροῦν ὅλοι λόγω τῆς ἀνωτερότητας τῆς δόξας του καὶ θὰ δοξαστεῖ περισσότερο, γιατὶ μειονεκτοῦν ὅλοι μετὰ ἀπὸ αὐτόν.

2. Θὰ ἀδιαφορήσουμε λοιπὸν γιὰ ἕνα τόσο σπουδαῖο θέμα ἂν καὶ ἔχουμε ἀνταποκριθεῖ πιὸ ἀργὰ ἀπὸ τὸν κατάλληλο χρόνο καὶ γιὰ νὰ μὴ φανοῦμε κατώτεροι ἀπὸ τοὺς προηγούμενους ὁμιλητές του μάρτυρα; Τόσο πολὺ θὰ διστάσουμε, ὥστε νὰ νομίζουμε ὅτι μὲ τὸ νὰ μὴν τὸν ἐγκωμιάζουμε τιμοῦμε περισσότερό τους ἑαυτούς μας καὶ καθαγιάζουμε τὴ γλώσσα; Σὲ καμιὰ περίπτωση. Καὶ αὐτὸ λοιπὸν τὸ ὅτι δὲν ἐπαρκοῦν οἱ λόγοι γιὰ τὴν ἀξία ἐκείνου καὶ ὑποχωροῦν μπροστὰ στὸ μεγαλεῖο του ἀποτελεῖ μεγάλη φιλοδοξία γιὰ ὅσους τὸν ἐπαινοῦν. Τόσο μεγάλη δόξα εἶναι ὁ ἔπαινος τοῦ μάρτυρα.

3. Μιὰ καὶ ἔχω τονίσει ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ προοίμιο τοῦ λόγου ὅτι αὐτὸς ἦταν ἐξαιρετικὸς σὲ ὅλα καὶ πανένδοξος καὶ στὰ δύο, ἀπὸ ποῦ νὰ ἐπιχειρήσω νὰ πλέξω τὸ ὑφάδι τῶν ἐγκωμίων; Ἀπὸ ὅπου λοιπὸν καὶ νὰ θελήσουμε, θὰ βροῦμε εὔκολα πολλὰ καὶ σπουδαία καὶ δὲν θὰ παραχωρήσουμε γενικὰ (ἐνν. τὸ ὑφάδι τῶν ἐγκωμίων) σὲ κανέναν ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν τὴν ἐξουσία καὶ τὰ πρωτεῖα, μέχρι ποὺ κανεὶς λόγος δὲν θὰ μὲ πείθει ὅτι δὲν καμαρώνουν οἱ μάρτυρες μὲ τοὺς ἐπαινετικοὺς λόγους, ποὺ ἀφιερώνονται σ᾿ αὐτούς, σὰν νὰ εἶναι δικοί τους.

Νὰ μιλήσει λοιπὸν κανεὶς γιὰ τὴ γενιά του, ποιὰ ἦταν, καὶ γιὰ τὴν οἰκογενειά του καὶ γιὰ τὴν πατρίδα του καὶ γιὰ τὴ στρατιωτική του δύναμη καὶ τὴν ἐπαγγελματική του σταδιοδρομία καὶ τὴν εὐτυχία καὶ τὸν κλῆρο, τὰ ὁποῖα κέρδισε μὲ ἀφθονία χάρη στὴν εὐσέβεια καὶ στὶς δύο ζωές του, θὰ τραβοῦσε πολὺ μακριά, εἶναι κοπιαστικό, καὶ ἀποτελεῖ ἔργο τῆς ἱστορίας καὶ ὄχι τοῦ ἐγκωμίου.

Μὲ τὴν ἐξαίρεση ὅμως νὰ ποῦμε ὅσα θὰ ἔπρεπε, εἶχε εὐγενικὴ καταγωγὴ σὰν ἕνας ἄλλος Ἰώβ, δὲν ἦταν βέβαια βασιλιάς, ὅπως ἐκεῖνος, τῆς Ἀνατολῆς ἢ τῆς Δύσης, γιὰ νὰ μιλήσουμε πιὸ οἰκεία, ἀλλὰ ἦταν ἀνθύπατος τῶν δικῶν μᾶς βασιλιάδων καὶ τῆς συγκλήτου.

4. Πατρίδα του ἦταν ἡ Θεσσαλονίκη, ὁ ἔνδοξος τόπος μας χάρη σ᾿ αὐτὸν τὸν ἴδιο, περισσότερο φημισμένη ἀπὸ τὶς ὑπόλοιπες πόλεις, καὶ ὑπερέχει ἀπὸ ὅλες σὲ ὅλα, γιὰ ὅσα ἐγκωμιάζεται μιὰ πόλη, πολὺ περισσότερο ὅμως γιατὶ ἔχει πολιοῦχο τὸ μάρτυρα. 

Ἡ στρατιωτική του καριέρα καί τά ἄλλα, μέ τά ὁποῖα ἐξυμνεῖται ἡ ἐπίγεια φήμη, ὑπῆρξαν σ᾿ αὐτόν λαμπρά καί σπουδαία, τοῦ φαίνονταν ὡστόσο ἀσήμαντα μπροστά στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ καί τήν εὐτυχία πού προερχόταν ἀπό ἐκεῖ καί τήν αἰώνια δόξα. Γιατί μόνο τό Χριστό ἀγαποῦσε καί σεβόταν πάνω ἀπ᾿ ὅλους καί τόν κήρυττε σωστά καί μέ σαφήνεια στούς συμπατριῶτες του.

5. Ὅπως πάντα καί τότε τό νυχτερινό σκοτάδι τό διέλυε ὁ ἥλιος, ἔτσι καί τό σκοτάδι τῆς ἀσέβειας καί τῆς μανίας τῶν εἰδώλων, πού ξερνοῦσε ἀπό τά μύχια του εἰδωλολάτρη Μαξιμιανοῦ, πού κυβερνοῦσε ὁλόκληρη τήν οἰκουμένη, ὁ Δημήτριος τό διέλυε μέ τίς ἀστραπές τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ 

καί ἐπειδή σκεφτόταν συνάμα μέ σοφία καί σύνεση, ἀντάλλασσε τόν πρόσκαιρο καί ἄθεο βασιλιά μέ τόν ἀληθινό καί αἰώνιο, καί γινόταν ἀπό ὕπατος ἀπόστολος καί ἀπό ἰλλούστριος γνώστης τῶν θείων μυστηρίων. Γιατί γνώριζε τό ἀνώτερο καί προοριζόταν μᾶλλον νά τόν ρίξουν στούς ναούς τοῦ Θεοῦ παρά στά ἀνάκτορα τῶν ἁμαρτωλῶν βασιλιάδων, πού ἀποπνέουν ἀσέβεια.

6. Αὐτή ἡ μεγαλόπολη λοιπόν τόν εἶχε ὅπως τώρα δά καί τότε καί ὑπέρλαμπρο ἄστρο τῆς αὐγῆς, πού ὑπερεῖχε μέ τήν ἀκτινοβολία τῆς εὐσέβειας τοῦ θείου καί νοητοῦ ἡλίου καί μέ τό φεγγοβόλημα τῆς ψυχῆς, καθόλου κατώτερο ἀπό τήν ἐξωτερική ὀμορφιά τοῦ σώματος πού ἦταν στό ἄνθος της καί ἀκτινοβολοῦσαν ἀπό πολύ μακριά.

7. Καὶ ὁ Μαξιμιανὸς λοιπόν, Ἐρκούλιος στὴ γενιὰ καὶ στὴ συμπεριφορὰ συνάμα, ὁρμᾶ στὴν περιοχὴ τῶν Ἰλλυριῶν σὰν ἀπειλητικὸ σύννεφο, ποὺ φέρνει τὴν καταστροφή· γιατὶ ἦταν ἰσχυρὸς στὴν ἀσέβεια συνάμα καὶ στὴ σκληρότητα, κομπάζοντας καὶ μὲ ἄλλον τρόπο γιὰ τὴν τυραννία του, κυρίως ὅμως καυχιόταν μὲ τὶς νίκες τοῦ κατὰ τῶν Σαυροματῶν καὶ τῶν Γότθων. Μπαίνει λοιπὸν πρῶτα σ᾿ αὐτὴν ἐδῶ τὴν πόλη καὶ παραμένει μὲ ἀλαζονεία καὶ μὲ κακία, δυναμώνοντας συνάμα καὶ κατοχυρώνοντας τὴν ἀσέβεια.

8. Καὶ ὅταν ξεχύθηκε στὴ Δύση σὰν μιὰ ὁμίχλη καὶ ἄγρια θύελλα καὶ αἰγυπτιακὸ σκοτάδι, ποιὸς θὰ μποροῦσε νὰ περιγράφει λοιπὸν ἱκανοποιητικὰ τὶς συμφορὲς καὶ τὸν πόλεμο κατὰ τῶν χριστιανῶν; Ὁ λόγος εἶναι σύντομος καὶ ὁ χρόνος δὲν ἐπαρκεῖ.

Ἐκεῖνοι λοιπὸν ποὺ μιλοῦσαν μὲ τόλμη γιὰ τὴν εὐσέβεια καὶ κατέφευγαν στοὺς ἀγῶνες, πέθαιναν μὲ διάφορα φοβερὰ βασανιστήρια, ὅσοι ὅμως λόγω τῆς ἀσθενικῆς φύσης φοβόντουσαν λίγο ἀκόμη τὴ δοκιμασία, κρύβονταν στὶς σπηλιὲς καὶ τὰ βουνὰ καὶ τὰ ἀνοίγματα τῆς γῆς.

Τότε λοιπὸν ὁ λαμπρὸς λυχνίτης τῆς εὐσέβειας Δημήτριος, ποὺ δὲν κρυβόταν ἔξω καὶ μακριὰ ἀπὸ τὴν πατρίδα του, ἀλλὰ στὸ κέντρο της, γιὰ νὰ μὴ νομίσει κανεὶς ὅτι ἀποφεύγει τὸ μαρτύριο ἢ ἔχει δισταγμοὺς γιὰ τὸν ἀγώνα ἢ ἀπαρνιέται τοὺς κόπους (μὲ ποιὸν τρόπο ἄλλωστε θὰ ἔκανε αὐτὸ τὸ πράγμα, αὐτὸς ποὺ ἔκανε πολλοὺς μάρτυρες μὲ τὶς σοφές του παραινέσεις), ἀλλὰ γιὰ νὰ ὁδηγήσει περισσότερους στὸ Χριστὸ μὲ τὴ διδασκαλία, διοχέτευε πλούσια σ᾿ αὐτοὺς ποὺ τὸν πλησίαζαν τὸ θεῖο φωτισμό.

Δὲν εἶναι δυνατὸν ὅμως νὰ κρυφτεῖ ὁλόκληρο τὸ λυχνάρι κάτω ἀπὸ τὸ μόδι...

Γιατὶ σὲ κάθε μέρος ἐκεῖνοι ποὺ εἶχαν ἀφοσιωθεῖ στὴ μανία τῶν εἰδώλων καὶ ὑπηρετοῦσαν τοὺς κυβερνῆτες τῆς ἀσέβειας, ὠμὰ καὶ χωρὶς ἔλεος γύριζαν παντοῦ καὶ ἔψαχναν τὰ πλήθη τῶν χριστιανῶν, γεμίζοντας χαρὰ μὲ τὸ αἷμα τῶν μαρτύρων καὶ σὰν νὰ χόρταιναν ἀκόμη καὶ μὲ αὐτὸ μιμούμενοι τὴν αἱμοβόρα διάθεση τῶν δαιμόνων, ποὺ λάτρευαν οἱ ἴδιοι.

9. Καὶ γιατὶ πρέπει νὰ ὑπερβοῦμε τὸ λόγο; Σ᾿ αὐτὸν τὸν πανένδοξο Δημήτριο φτάνουν πιὰ μὲ ὁρμὴ σὰν ἄγρια θηρία στὶς ὑπόγειες στοές, ὅπου κρυβόταν, καὶ μὲ μεγάλη χαρά, γιατὶ τάχα πέτυχαν τὸ πιὸ σπουδαῖο θήραμα καὶ ἀπέδωσαν μεγαλύτερη εὐγνωμοσύνη στὸ Μαξιμιανό, ἔσυραν ὀδηγώντας ὡς ὑπεύθυνο τὸν ἀνεύθυνο.

10. Ἀλλὰ αὐτοὶ συνέλαβαν τὸν ἅγιο καὶ πήγαιναν βιαστικὰ μὲ μεγάλη χαρὰ στὸ βέβηλο καὶ ἐκεῖνος ὁ ἀσεβὴς Μαξιμιανὸς ποὺ διασκέδαζε μὲ τὴν εὐμένεια τῶν ὑπηκόων του καὶ ἔκανε διασκέδαση ὁλόκληρη τὴ ζωή του, πήγαινε βιαστικὰ στὸ στάδιο τῆς πόλης, γιὰ νὰ παρακολουθήσει τὰ πένταθλα, τὰ ὁποῖα γνωρίζουν πιὸ πολὺ ἀπὸ τοὺς ἄλλους οἱ ἄνθρωποι τοῦ θεάτρου, καὶ τὰ ὁποῖα μακάρι νὰ μὴν εἶχαν ὀνομασία, οὔτε νὰ ἦταν γνωστά, στὴν πραγματικότητα ὅμως, γιατὶ χαιρόταν μὲ τὶς αἱματοχυσίες καὶ ἱκανοποιοῦνταν μὲ τὸ φόνο τῶν ἀνθρώπων.

Ὑποστήριζε λοιπὸν πολὺ κάποιον Λυαῖο, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὸ ἔθνος τῶν Βανδάλων, ὁ ὁποῖος ὑπερίσχυε ἀπ᾿ ὅλους τους ἄλλους καὶ στὸ μέγεθος καὶ τὴ δύναμη τοῦ σώματος καὶ διέτρεχε μὲ μεγάλη πείρα μέσα ἀπὸ τὶς σανίδες τῶν μαγγάνων, καὶ ὁ ὁποῖος ὅταν συμπλεκόταν μὲ πολλοὺς σὲ ἀγῶνες, πολλοὺς μέσα ἀπὸ τέτοια μονομαχία τοὺς ἔστειλε στὸ θάνατο.

Ἀΰλου μύρου, τή μυστική εὐωδία...

Το εγκώμιο του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά στον άγιο 
Δημήτριο τον Μυροβλύτη

«Εμοί δε λίαν ετιμήθησαν οι φίλοι σου ο Θεός, λίαν εκραταιώθησαν αι αρχαί αυτών». 

Με αυτόν τον στίχον του Δαβίδ αρχίζει ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Γρηγόριος ο Παλαμάς το εγκώμιό του στον Μυροβλύτη άγιο, που ως Μεγαλομάρτυς ανήκει και αυτός στις «αρχές», δηλαδή στην ηγεσία των Αγίων και Φίλων του Θεού.

«Εγώ με πολλή τιμή περιβάλλω τους φίλους σου, Θεέ μου, μεγάλη εξουσία και παρρησία έχουν εκείνοι που προεξάρχουν μεταξύ τους», θα λέγαμε κι εμείς σήμερα, δίνοντας όμως στα ίδια αυτά λόγια του Προφητάνακτος πολύ πιο ευρύ περιεχόμενο. 

Διότι για μάς Φίλοι του Θεού είναι και οι δύο Άγιοι, και ο εγκωμιάζων και ο εγκωμιαζόμενος, αλλά ακόμη και οι φίλοι των Φίλων του Θεού, που με τον θείο ζήλο τους για την τιμή και τον έπαινο των όντως μεγάλων Αγίων, δεν παύουν από του να επισύρουν άθελα επάνω τους τον δίκαιο έπαινο και την αγάπη της στρατευόμενης αλλά και της θριαμβευούσης Εκκλησίας του Χριστού.

Ο λόγος του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, πρέπει, σύμφωνα με εσωτερικά τεκμήρια, να εκφωνήθηκε από τον Άγιο σε ένα από τα έτη της αρχιερατείας του στη Θεσσαλονίκη, κατά την ημέρα της εορτής του Αγίου Δημητρίου και μάλιστα μετά το Ευαγγέλιο της πανηγυρικής Θείας Λειτουργίας μέσα στον πάνσεπτο τούτο ναό, και αποτελεί άριστο δείγμα του εορταστικού εγκωμιαστικού λόγου, στο οποίο ανήκει:

«Ο μεν πόθος μάς παρακινεί να μιλήσουμε ανάλογα με τη δύναμή μας, και η περίσταση απαιτεί τον επίκαιρο λόγο, και το οφειλόμενο χρέος βιάζοντας μας δεν μάς αφήνει να θαυμάσουμε άνευ λόγων το υπέρ λόγον μεγαλείο του Μάρτυρος», λέγει κάπου στην αρχή του λόγου του ο Άγιος.

Η μακρά παράδοσις του εορτασμού της μνήμης του Αγίου Δημητρίου στην Θεσσαλονίκη φαίνεται ότι είχε δημιουργήσει ένα ιδιαίτερο τυπικό, το οποίο εγνώριζε καλά ο Άγιος Γρηγόριος, μια και είχε ζήσει αρκετό διάστημα σ' αυτήν, ακόμη και πριν αρχιερατεύσει. Αυτό το τυπικό φαίνεται ότι καθόριζε το περιεχόμενο της ομιλίας του, και αυτό τον κάνει να αισθάνεται λίγο περιορισμένος.

Θα ήθελε ίσως, παίρνοντας μόνον αφορμή από τον Μάρτυρα, να επιμείνει σε πνευματικά θέματα, όμως είναι υποχρεωμένος να αναφέρει, όπως κάθε χρόνο, τα απαραίτητα, μα πασίγνωστα πια μαρτυρολογικά στοιχεία, πράγμα που τον κάνει να σκεφθεί λίγο και την δυνατότητα της σιωπής.

Τελικά όμως, όπως φαίνεται στην συνέχεια, καταφέρνει να τα συγκεράσει όλα, και αγιολογία και ηθική διδασκαλία και θεολογία και ρητορεία και ερμηνευτική, σε έναν αριστοτεχνικό εγκωμιαστικό λόγο, απόλυτα ισορροπημένο και απαλλαγμένο από το - πολύ σύνηθες σε τέτοια έργα - στοιχείο της υπερβολής.

Θα ήταν μάταιο, νομίζουμε, μέσα στα πλαίσια μιας σύντομης ομιλίας να επιχειρήσουμε να παρουσιάσουμε έστω και εν περιλήψει ολόκληρο τον ειρμό και το περιεχόμενο του λόγου. Όσο για λογοτεχνική ανάλυση και αξιολόγηση, που οπωσδήποτε ξεφεύγει τις δυνατότητες μας,

αρκούμεθα να εκφράσουμε ευλαβικά το θαυμασμό μας για τα «κάλλη του φθέγματος» του θείου Γρηγορίου του Παλαμά, που του προσετέθησαν από τη θεία Πρόνοια, για να διατυπώσει επάξια «τα βάθη του Πνεύματος», που «εξεζήτησε» και αυτός, όπως ακριβώς και ο συνώνυμος του Θεολόγος.

Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2018

Ό,τι έχεις μέσα σου παιδιάτικο...

Ό,τι έχεις μέσα σου παιδιάτικο ~ Γεώργιος 
Δροσίνης

Ό,τι έχεις μέσα σου παιδιάτικο 
σα θησαυρό να το φυλάξεις...

Τους λογισμούς, τους πόθους σου άλλαξε, 
μ’ αυτό ποτέ να μην αλλάξεις...

Όποτε της ζωής τα ψεύτικα κι άσχημα, 
σφίγγουν την καρδιά σου,

μέσα σ’ ό,τι φύλαξες παιδιάτικο 
θα βρίσκεις την παρηγοριά σου...

Κι όταν χλωρο-φυλλιάσει η όψη σου 
και στα μαλλιά σου πέσουν χιόνια,

μόνο ό,τι φύλαξες παιδιάτικο 
θα μείνει απείραχτο απ’ τα χρόνια...


Δείτε και: 






«Οἰκονομικός ὁλοκληρωτισμός. Μία θεολογική προσέγγιση».

(«Το υπερκράτος, η υπεροικονομία, η υπερθρησκεία δεν θα υπηρετούν τον Χριστό και τον άνθρωπο, ως εικόνα του Θεού, αλλά τον αντίχριστο και όσους προσκυνήσουν τον αντίχριστο». ~ π. Γεώργιος Καψάνης, Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου) 

«Οἰκονομικός ὁλοκληρωτισμός. Μία θεολογική προσέγγιση»
Ἀρχιμ. Ἀθανασίου Ἀναστασίου


Εἰσαγωγικά

Στήν ἀποψινή μας εἰσήγηση θά ἑστιάσουμε ἐπιλεκτικά σέ κάποιες συγκεκριμένες πτυχές τοῦ ὅλου θέματος, οἱ ὁποῖες ἅπτονται τῆς θεολογικῆς πλευρᾶς του. Συγκεκριμένα θά ἀναφερθοῦμε:

1. Στό αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου καί στήν θεολογική διάσταση τῆς ἐλευθερίας του, πού πλήττεται βάναυσα ἀπό τόν ἠλεκτρονικό καί οἰκονομικό ὁλοκληρωτισμό πού τείνει νά ἐπιβληθεῖ.

2. Στήν ἐσχατολογική διάσταση τοῦ θέματος: τήν σύγχρονη, δηλαδή, ἀποστασία∙ τό μυστήριο τῆς ἀνομίας καί πῶς ἐνεργεῖται στήν ἐποχή μας∙ τά προδρομικά σημεῖα τῆς ἐλεύσεως τοῦ Ἀντιχρίστου.

3. Στήν ἀντιμετώπιση τῶν διάφορων συγχρόνων πρακτικῶν ζητημάτων πού καθημερινά ἀνακύπτουν.

4. Στήν μετάνοια καί τήν προσευχή ὡς τά πλέον δραστικά ἀντίδοτα-φάρμακα στήν ἀνομία καί τήν ἀποστασία καί ὡς τά μόνα ἀποτελεσματικά μέσα γιά τήν ἀποτροπή ὅλων τῶν ἐπερχόμενων δεινῶν.

1. Αὐτεξούσιο - ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου.

Ὁ Θε­ός ἔ­πλα­σε τόν ἄν­θρω­πο «κα­τ’ εἰ­κό­να καί κα­θ’ ὁ­μοί­ω­σίν» Του, γι’ αὐ­τό καί τοῦ δώ­ρη­σε ἕ­να ἀ­πό τά με­γα­λύ­τε­ρα ἀ­γα­θά, πού μαζί μέ τήν λογική, τόν διακρίνει ἀπό τά ἄλογα ζῶα, τό ἀ­γα­θό τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας, δηλαδή τό αὐτεξούσιο. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης χαρακτηρίζει τό αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου ὡς, κατά χάριν, ἰσόθεο τιμή στόν θεοειδή ἄνθρωπο[1].

Τό αὐ­τε­ξού­σιο τοῦ ἀν­θρώ­που καί ἡ ἐ­λεύ­θε­ρη προ­αί­ρε­σή τουστίς ἐ­πι­λο­γές καί τίς πρά­ξεις του τόν κα­θι­στᾶ κύ­ριο κρι­τή τῶν ἀ­πο­φά­σε­ών του καί ὑ­πεύ­θυ­νο τῆς σω­τη­ρί­ας του. Τό­σο πο­λύ, μά­λι­στα, σέ­βε­ται ὁ Θε­ός τήν ἐ­λευ­θε­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­που, πού, ὅ­πως μᾶς ἀ­να­φέ­ρει τό πα­τε­ρι­κό λό­γιο, «ὁ ἄ­νευ σοῦ πλά­σας σε (Θε­ός) οὐ δύ­να­ται ἄ­νευ σοῦ σῶ­σαί σε»· δη­λα­δή ὁ Θε­ός, πού χω­ρίς τήν δι­κή σου συμ­με­το­χή σέ ἔ­πλα­σε, δέν μπο­ρεῖ, χω­ρίς τήν δι­κή σου συμ­με­το­χή, νά σέ σώ­σει.

Τό αὐτεξούσιο, ἡ ἐλευθερία τῆς βουλήσεως δηλαδή, εἶναι πραγματικά μοναδική καί μεγαλειώδης δωρεά τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο, ἀφοῦ τοῦ παρέχει τήν δυνατότητα καί τό δικαίωμα νά κάνει ἐλεύθερα καί ἀβίαστα τίς ἐπιλογές του καί νά φθάνει ἀκόμη στό σημεῖο νά Τόν ὑβρίζει καί νά Τόν ἀρνεῖται.

Καί ὁ Μέγας Βασίλειος σημειώνει γιά τό ἴδιο θέμα: «Ἀλλά γιατί δέν ἔχουμε στήν φύση μας τήν ἀναμαρτησία, ὥστε καί ὅταν ἀκόμη θέλουμε, νά μήν ὑπάρχει σέ μᾶς ἡ ἁμαρτία; Γιατί κι ἐσύ τούς δούλους σου δέν τούς θεωρεῖς φίλους, ὅταν τούς κρατᾶς δέσμιους, ἀλλά ὅταν τούς δεῖς ἑκούσια νά ἐκτελοῦν τά καθήκοντα σέ σένα.

Καί στόν Θεό λοιπόν δέν ἀρέσει ὅ,τι γίνεται ἐξ ἀνάγκης, ἀλλά αὐτό πού ἐπιτυγχάνεται μέ τήν ἀρετή. Ἡ δέ ἀρετή ἐπιτυγχάνεται μέ τήν ἐλεύθερη βούληση καί ὄχι μέ τήν ἀναγκαιότητα. Ἡ ἐλεύθερη βούληση ἔχει ἐξαρτηθεῖ ἀπό τά “ἐφ’ ἡμῖν”. Τό “ἐφ’ ἡμῖν” ὅμως εἶναι τό αὐτεξούσιο»[2].

Κανείς, λοιπόν, δέν ἐπιτρέπεται νά ἐπιβάλει στόν ἄνθρωπο τήν θέλησή του ἤ νά τόν ἐξαναγκάσει σέ ὁποιαδήποτε ἐπιλογή, ἀφοῦ οὔτε ὁ ἴδιος ὁ Θεός δέν τό ἐπιτρέπει αὐτό στόν ἑαυτό Του. 

Μᾶς λέει καί πάλι ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης: «Αὐτόν πού ἔχει δημιουργηθεῖ καθ’ ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ καί στόν ὁποῖο ἔχει δοθεῖ ἀπό τόν Θεό ἡ ἐξουσία νά εἶναι ἄρχοντας ὅλης τῆς γῆς καί ὅλων ὅσων ὑπάρχουν ἐπάνω στήν γῆ, ποιός μπορεῖ νά τόν ἀπεμπολήσει, πές, καί ποιός νά τόν ἐξαγοράσει; Μόνον ὁ Θεός μπορεῖ νά τό κάνει αὐτό, μᾶλλον δέ οὔτε αὐτός ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Γιατί τά χαρίσματα, καθώς λένε, εἶναι ἀμετάκλητα», «ἀμεταμέλητα γάρ, φησί, τά χαρίσματα».[3]

Ἐνῶ, λοιπόν, οὔτε ὁ ἴδιος ὁ Θεός δέν ἐπιβάλλει κάποιον ἐξαναγκασμό στόν ἄνθρωπο, σεβόμενος τήν ἐλευθερία, πού ὁ Ἴδιος τοῦ δώρησε, τό συγκεντρωτικό ἠλεκτρονικό σύστημα ἐλέγχου - δαιμονικῆς ἐμπνεύσεως καί σχεδιασμοῦ - ἔρχεται νά «ὑπερβεῖ» ἀκόμη καί τόν ἴδιο τόν Θεό! Ἐπιχειρεῖ, λοιπόν - ἀφοῦ δέν μπορεῖ ἀναγκαστικά νά ἐπιβληθεῖ - νά ἐλέγξει, νά χειραγωγήσει καί νά κατευθύνει τήν βούληση τοῦ ἀνθρώπου. Κινεῖται, δηλαδή, ἀρνητικά πρός τόν Θεό, στούς ἀντίποδες τοῦ θελήματός Του.

Κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, δημιουργώντας ὁ Θεός αὐτεξούσιο τόν ἄνθρωπο στέρησε τήν δυνατότητα στόν πονηρό νά ἀσκεῖ βία ἐπάνω του. Μόνο μέ πειθώ ἤ δόλο μπορεῖ νά ἐπηρεάσει ὁ διάβολος τή θέληση τοῦ ἀνθρώπου καί νά τόν κάνει κοινωνό τῆς ἀποστασίας του [4]. Σύμφωνα, ἄλλωστε, καί μέ τό πατερικό λόγιο, ὁ Διάβολος ἔχει δικαίωμα μόνο «νά πείθει καί νά πειράζει», ὄχι νά ἐξαναγκάζει καί νά ἐπιβάλει μέ τήν βία.

Εἶναι φανερό ὅτι ἡ φαλκίδευση τῆς θεόσδοτης ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ποδηγέτηση καί ἡ ἐπιχείρηση ἐξαναγκασμοῦ του εἶναι ἔργο τοῦ διαβόλου, πού προσπαθεῖ μέ πονηρία καί δόλο, ἀλλά καί μέ ψυχολογική βία νά καταστήσει τόν ἄνθρωπο δέσμιο ἑνός ἀνελεύθερου καί, ἐν τέλει, ἀντίθεου συστήματος.

Ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένη μέ κάθε ἀπόφαση, ἐπιλογή καί ἐνέργειά του πού τόν χαρακτηρίζει. Μέ­σα, ὅμως, στόν σύγ­χρο­νο ἠ­λε­κτρο­νι­κό ὁ­λο­κλη­ρω­τι­σμό, πού ἐ­πι­χει­ρεῖ­ται, ὁ ἀν­θρώ­πι­νος πα­ρά­γον­τας ἐκ­μη­δε­νί­ζε­ται, ὁ ἄν­θρω­πος χά­νει τήν ἰ­δι­ο­προ­σω­πί­α του, κα­θώς τό σύ­στη­μα ἀ­να­γνω­ρί­ζει μό­νον ἀ­ριθ­μούς καί στοι­χεῖ­α.

Παύ­ου­με, δη­λα­δή, γιά τό σύστημα νά εἴ­μα­στε προ­σω­πι­κό­τη­τες μέ ἐ­λεύ­θε­ρη βού­λη­ση καί ἐπιλογές καί γι­νό­μα­στε ἀν­τι­κεί­με­να πλη­ρο­φο­ρι­ῶν καί συλ­λο­γῆς δε­δο­μέ­νων. Ὁ ἄνθρωπος καταντᾶ ἕνα ἐργαλεῖο στόν μηχανισμό τοῦ συστήματος, ἕνας ἀριθμός, μία ἁπλή μονάδα παραγωγῆς, χωρίς προσωπικότητα.

Ἀν­τι­με­τω­πί­ζε­ται ἀπό τό σύστημα μο­νο­με­ρῶς, μό­νο ὡς πρός τήν ὑ­λι­κή του δι­ά­στα­ση, καί παραθεωρεῖται κά­θε πνευ­μα­τι­κό στοι­χεῖ­ο πού τόν χα­ρα­κτη­ρί­ζει. Στήν οὐ­σί­α, μέ τόν τρό­πο αὐ­τό ἐ­πι­βάλ­λε­ται ἕ­νας ἰ­δι­ό­τυ­πος μο­νο­φυ­σι­τι­σμός, ὅ­που ὁ ἄν­θρω­πος δέν ἀν­τι­με­τω­πί­ζε­ται ὡς ψυ­χο­σω­μα­τι­κή ἑ­νό­τη­τα, ὡς δι­φυ­ής ὀν­τό­τη­τα ψυ­χῆς καί σώ­μα­τος, ἀλ­λά ὑ­πο­τι­μᾶ­ται καί ὑ­πο­βαθ­μί­ζε­ται.

Αὐ­τό πού ἐ­πι­χει­ρεῖ­ται εἶ­ναι νά συν­θλι­βεῖ ὁ ἄνθρωπος, νά συν­θλι­βεῖ καί νά ἐ­ξου­δε­τε­ρω­θεῖ ἡ ἀ­θά­να­τη ψυ­χή του. Αὐ­τό πού ἐ­πι­θυ­μοῦν οἱ ἐμπνευστές τοῦ συστήματος εἶ­ναι νά δη­μι­ουρ­γή­σουν με­ταλ­λαγ­μέ­νους ἀν­θρώ­πους, ἄ­ψυ­χους, ἀ­πνευ­μά­τι­στους καί ἀ­νερ­μά­τι­στους, χω­ρίς πνο­ή, χω­ρίς θέ­λη­ση, χωρίς σκοπό, χωρίς Χριστό καί ἐλπίδα, χωρίς Οὐράνια Πατρίδα. Νά δη­μι­ουρ­γή­σουν ἀν­θρώ­πους πού θά λει­τουρ­γοῦν ὡς μα­ρι­ο­νέ­τες, ὡς ἄ­ψυ­χες μο­νά­δες πα­ρα­γω­γῆς, ὡς οἰκονομικά ἀναλώσιμα μεγέθη.

Γι’ αὐτό καί τά ζητήματα τῆς οἰκονομίας εἶναι τά μόνα, πού προβάλλονται συνεχῶς καί μονομερῶς στά ΜΜΕ. Κατευθύνουν, ἔτσι, μεθοδευμένα καί καθοδηγοῦν τούς ἀνθρώπους σέ μία καθαρά ὑλιστική ἀντιμετώπιση τῆς ζωῆς, ἀναβιβάζοντας τόν οἰκονομικό παράγοντα ὡς κυρίαρχο καί πρωτεῦον ζήτημα...

Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2018

Ο Ένας και ο Άλλος...

Ο Ένας και ο Άλλος 
(προβληματισμός πάνω στην ευθανασία)


Τα φώτα στο θάλαμο της εντατικής χαμήλωσαν. Η ανακοίνωση από τα μεγάφωνα παρακαλούσε τους επισκέπτες να φύγουν. Οι συγγενείς των ασθενών σηκώθηκαν.

- Πώς πάει ο δικός σας; ρώτησαν οι συγγενείς του Ενός τούς συγγενείς του Άλλου.

-Τα ίδια, απάντησαν οι συγγενείς του Άλλου. Ο δικός σας;

-Ίδια κι απαράλλαχτα. Καιρός να το αποφασίσουμε. Δεν πάει άλλο. Τι τον κρατάμε; Ο άνθρωπος τζάμπα βασανίζεται. Ευθανασία αύριο κιόλας.

-Καληνύχτα, είπαν οι μεν κουνώντας συγκαταβατικά το κεφάλι.

-Καληνύχτα, τους απάντησαν οι δε βγαίνοντας στο δρόμο.

Και o Ένας και ο Άλλος είχαν μείνει "φυτά". Φυτά σωματικώς. Οι ψυχές τους ολοζώντανες. Ίσως πιο ζωντανές από ποτέ, περίμεναν πώς και πώς να αναχωρήσουν οι συγγενείς τους. Πολλές συζητήσεις, ομιλίες ατέλειωτες, αβάσταχτη θλίψη. Οι δυο ψυχές είχαν πολύ κουραστεί.

-Όσο ήμουν ακόμα υγιής, είπε ο Ένας, είχα πει στους δικούς μου, αν ποτέ καταντήσω έτσι, να μου κάνουν ευθανασία.

-Κι εγώ, είπε ο Άλλος.

-Έλα όμως που εγώ το μετάνιωσα, αλλά δεν έχω τρόπο να τους το πω.

-Εγώ δεν το μετάνιωσα καθόλου, είπε ο Άλλος. Ζωή είναι αυτή;

Και όμως είναι. Κι αυτό είναι ζωή, είπε ο Ένας. Προφανώς, μια διαφορετική ζωή απ' αυτή που ζούσαμε πριν, αλλά αφού συνομιλούμε, μπορείς να ισχυριστείς πως αυτό δεν είναι ζωή;

-Ναι μπορώ. Δεν είναι. Οι δικοί μου κουράστηκαν να με φροντίζουν κι εγώ δεν μπορώ πια τίποτα να τους προσφέρω, μόνο τους ταλαιπωρώ. Τι νόημα έχει; Ελπίζω πως αύριο θα τελειώσει και το δικό τους και το δικό μου μαρτύριο.

-Μαρτύριο, είπε ο Ένας σκεφτικός. Πάμε μια βόλτα στους άλλους θαλάμους; Καιρό τώρα το είχαν συνήθειο.

-Και δεν πάμε;

Μπήκαν στους περισσότερους. Άλλοι ασθενείς ξαγρυπνούσαν βαρυγκομώντας απ' τους πόνους, άλλους τους είχαν πιάσει τα φάρμακα και κοιμούνταν βαθιά. Οι συνοδοί τους ξενυχτούσαν πλάι τους καθισμένοι στις καρέκλες. Έπλεκαν, κεντούσαν, διάβαζαν, κουτουλούσαν απ' τη νύστα.

-Τους θυμάσαι αυτούς που κάθονται τόσες μέρες στις καρέκλες, πώς ήταν τον πρώτο καιρό; ρώτησε ο Ένας τον Άλλον.

-Θυμάμαι, πώς δε θυμάμαι. Τότε ήταν μια χαρά, ενώ τώρα η κούραση είναι ορατή στα πρόσωπα, στα σώματα.

-Και για τις ψυχές τους τι έχεις να πεις; Τις βλέπεις πώς μεγάλωσαν, πώς φωτίζουν;

-Όχι, δεν βλέπω τίποτα. Πού τα είδες αυτά; Εγώ τις βλέπω λιωμένες, μαυρισμένες, συρρικνωμένες.

-Μα κοίταξε καλύτερα. Όλοι αυτοί που φροντίζουν τους αρρώστους τους και που λίγο πριν εσύ ισχυριζόσουν πως μόνο τους τυραννούμε και δεν τους προσφέρουμε τίποτα λάμπουν!...

Κοίτα και τους αρρώστους. Οι ψυχές τους από ισχνά κεριά που ήταν στην αρχή, τώρα καίνε σαν πασχαλινές λαμπάδες, να μην πω σαν βεγγαλικά. Καλά, δε βλέπεις;

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2018

Η ταυτότητα του Αγίου ~ Πρωτοπρ. π. Γεώργιος Μεταλληνός

 Η ταυτότητα του Αγίου 
πρωτοπρ. π. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός

Οι έννοιες Άγιος και Αγι­ότητα στην εποχή μας διέρχονται κρίση: ή αποκρούονται, ή χλευάζονται, ή παραποιούνται. Και μάλιστα όχι μόνο σε κοινωνικές ομάδες, που έχουν προσωρινά ή μόνιμα διακό­ψει κάθε σχέση και σύνδε­σμο με το εκκλησιαστικό σώμα, αλλά και μεταξύ των λεγομένων χριστιανών και μάλιστα των «Ορθοδόξων». Ιδανικό στον κόσμο μας είναι οι οικονομικές αξίες, η ευζω­ία, η υλική ευημερία....

Ποιος, ακόμη και χριστιανός, έχει βάλει σκοπό της ζωής του να γίνει άγιος; Ποιος, ενδιαφερόμενος και μοχθών για την σταδιοδρομία του παιδιού του, δίνει προτε­ραιότητα στην αγιότητά του; Και όμως σε προηγούμενους καιρούς αυτός ήταν ο κύριος σκοπός του ορθοδόξου πιστού... 

«Χριστός και ψυχή σας χρειάζονται», δηλαδή η σωτηρία, έλεγε ο πατρο-Κοσμάς αναδιατυπώνοντας τον λόγο του αγίου Αποστόλου Παύλου, που ήταν το ιερα­ποστολικό πρότυπό του: «Πάντα ηγούμαι σκύβαλα (σκουπίδια), ίνα Χριστόν κερδήσω» (Φιλ. 3, 8) 

Σήμερα, σχεδόν κατά κανόνα, η «αγιότητα» είναι ένα «λησμονημένο όραμα» και υποτιμημένη αξία. Και όμως!... 

Ο σκοπός της Εκκλησίας ως σώματος Χριστού και εν Χριστώ κοινωνίας, είναι η θέωση του ανθρώ­που, δηλαδή η αναγέννησή του μέσα στην άκτιστη θεϊκή Χάρη, ο αγιασμός του. «Άγιοι έσεσθέ με, ότι εγώ άγιός ειμι» (Λευιτ. 20, 26), που είναι αντίστοιχο με τον λόγο της Καινής Διαθήκης: «Έσεσθε ουν υμείς τέλειοι, ως ο Πατήρ υμών ο ουράνιος τέλειός εστιν» (Ματθ. 5, 48). 

Γι’ αυτό υπάρχει στον κόσμο η Εκκλησία και καλεί κάθε άνθρωπο να ενταχθεί ολόκληρος («ολοτελής», Α' Θεσσ. 5, 23) στην κοινωνία της, για να μπορέσει να πραγματοποιήσει τον σκοπό της υπάρξεώς του μέσα σ' αυτόν τον κόσμο. Διότι ο Θεός σ' αυτό «προο­ρίζει» κάθε άνθρωπο, εφ' όσον «πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α' Τιμ. 2, 4). 

«Επίγνωσις» είναι η πλήρης και τελεία γνώση του Χριστού (Εφ. 4, 13), που αποκτάται με την «θέωση», την υψίστη αγιοπνευματική εμπειρία του πιστού, στην οποία αποσκοπεί όλη η αγιοπνευματική πορεία του μέσα στο εκκλησιαστικό σώμα (κάθαρσις – φωτισμός - θέωσις). Γι’ αυτό η Εκκλησία χαρακτηρίζεται από Πατέρες, όπως ο Ιερός Χρυσόστομος, «Ιατρείον πνευματικόν» και «εργαστήριον αγιότητας», 

διότι σκοπό έχει να λειτουργεί ως πνευμα­τικό νοσοκομείο, που θεραπεύει την αρρώστια του ανθρώπου, την νόσο της ψυχής του, την πτωτική κατά­σταση, για να μπορεί να προχωρή­σει προς την κάθαρση της καρδιάς του, τον φωτισμό και την θέωση. Η Εκκλησία είναι «εργαστήριον», ένα πνευματικό εργοστάσιο, που παράγει αγίους, διαφορετικά δεν θα είχε λόγο υπάρξεως. 

Πώς βιώνεται όμως η αγι­ότητα στην πράξη της καθημερινότητας; 

Όχι ασφαλώς ως έννοια ηθική, αλλά (αγιο)πνευματική (συνιστώ το πρόσφατο βιβλίο του Σεβασμιωτάτου Μητροπο­λίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου, Η Ια­τρική εν πνεύματι Επιστήμη, Λεβαδειά 2009). Η Εκκλησία ως Ορθοδοξία δεν επιδιώκει να κάμει τον άνθρωπο «ηθι­κό» με την κοσμική σημασία του όρου. Ο μακαρίτης «λαϊκός», αλλά πατερικότατος, ιεροκήρυκας Δημήτριος Παναγόπουλος, έγραψε ένα βιβλίο, που το συνιστώ πά­ντοτε, με τον τίτλο: «Άλλο καλός άνθρωπος και άλλο χριστιανός». 

Ο ορθόδοξος χριστιανός αγωνίζεται για την τήρηση των εντολών του Θεού, όχι όμως με την έννοια ενός κώδικα καλής συμπεριφοράς (savoir vivre), αλλά για να οδηγη­θεί, με την συνεργεία της Χάριτος του Θεού, στο εν Χριστώ ήθος, που πηγάζει από την καρδιά του ως «καρπός του Πνεύματος» (Γαλ. 5, 22) και «ύδωρ αλλόμενον εις ζωήν αιώνιον» (Ιω. 4, 14). Η τήρηση των θεί­ων εντολών δεν είναι το «τέλος», ο σκοπός, όπως λέγει ο άγιος Μάρκος ο ερημίτης (5ος αι.)· «Αι εντολαί ουχί την αμαρτίαν εκκόπτουσιν, αλλά τους όρους της δοθείσης ημίν ελευθερίας φυλάττουσιν» (Ρ<5 65, 992). Αλλωστε είπε και ο Κύριος: «..Όταν ποιήσητε πάντα τα διαταχθέντα υμίν, λέγετε, ότι δούλοι αχρείοί εσμεν, ότι ό οφείλομεν ποιήσαι πεποιήκαμεν» (Λουκ. 17, 10). 

Η τήρηση των εντολών του Θεού ανοίγει την πηγή της Χάριτος. Και ο Ορθόδοξος πιστός ζητεί συνεχώς Χάρη, δύναμη θεϊκή (πρβλ. τον λόγο του Παύλου: «πάντα ισχύω εν τω ενδυναμούντί με Χριστώ» (Φιλ. 4, 13). 

Οι αιρετικοί, που κυ­κλοφορούν ανάμεσά μας, βλέπουν τις εντολές του Θεού ηθικολογικά, θέλουν να γίνουν «καλοί άνθρω­ποι», όπως το επιδιώκουν άλλωστε και οι άθεοι και οι μη χριστιανοί, οπαδοί των θρησκειών (θρησκευ­μάτων) του κόσμου. 

Ο Ορθόδοξος πιστός όμως δεν επιδιώκει να γίνει απλά «καλός» και «ηθικός», αλλά Άγιος, να ενωθεί με τον Χριστό και μέσω αυτού με όλη την Αγία Τριά­δα, να γίνει «ναός Θεού» (Α' Κορ. 3, 16 κ.ά.), διότι τότε θα είναι «αλη­θινός», όπως και ο Θεός μας (Α’ Ιω. 5, 20) και αληθινά συν-άνθρωπος, «πλησίον» και αδελφός του άλλου· όταν η Χάρη του Θεού (η «βασιλεία» Του) θα ενοικεί στην καρδιά του και η αγάπη του δεν θα είναι «αγάπη αμαρτωλών» (Λουκ. 6, 33), δηλ. υπολογιστική και συμφεροντολογι­κή, αλλά ανιδιοτελής, όπως η αγάπη του Θεού, που «ου ζητεί τα εαυτής» (Ρωμ. 13, 5) και γι' αυτό «ουδέποτε εκπίπτει» (13, 8). 

Με τις προϋποθέσεις αυτές κα­τανοείται πόσο ανησυχητικό είναι το θλιβερό σύμπτωμα της αλλοιώσεως των κριτηρίων μας στο θέμα της αγιότητος. Αυτό φαίνεται από την ευκο­λία, με την οποία συνήθως χαρακτη­ρίζουμε κάποιον ως άγιο («άγιος άνθρωπος», λέμε) απλώς, διότι είναι «καλός», χωρίς να ξέρουμε το βά­θος της καρδιάς του («τα φαινόμενα συχνά απατούν»). 

Αυτό οφείλεται στην αδρανοποίηση των ορθοδό­ξων κριτηρίων ή και των προϋπο­θέσεων αναγνωρίσεως και διακρί­σεως της αγιότητας... 

Σε τελευταία ανάλυση μόνον ο Άγιος, αυτός που έφθασε στην θέωση ή στον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος και μπορεί να «δει» την καρδιά του άλλου και το περιεχόμενό της, γνωρίζει και μπο­ρεί να διακηρύξει ποιος είναι Άγιος, «ναός δηλαδή και κατοικητήριο του Θεού». Αυτά λέγει μεταξύ άλλων ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος (Ομιλίαι Πνευματικαί, Θ’, 8. Φιλοκαλία των Νηπτικών και Ασκητικών), Θεσ­σαλονίκη 1985, σ. 166), στηριζόμε­νος και ερμηνεύοντας τον λόγο του Αποστόλου Παύλου (Α' Κορ. 2, 15: «ο πνευματικός ανακρίνει μεν πάντα, αυτός δε υπ' ουδενός ανακρινόμενος»).

Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2018

Στο δικό του «Θαβώρ»... † Γερο - Τρύφωνας ο Καψαλιώτης


Στο δικό του «Θαβώρ»...
Γερο - Τρύφωνας ο Καψαλιώτης
(† 6 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1978)

Εμπειρίες από την οσιακή αυτή μορφή, 
όπως τις κατέγραψαν ο Άγιος Παΐσιος Αγιορείτης και 
ο μοναχός Μωυσής ο αγιορείτης

Tο 1978, τελείωσε την πνευματική του πάλη στον Άθωνα ο Αθλητής του Χριστού Γερο-Τρύφων, ο οποίος νίκησε την ματαιότητα, και έφυγε η αγιασμένη του ψυχή για την αιωνιότητα, στον Ουρανό!...

Ο Γέρο-Τρύφων, λοιπόν, είχε έρθει από την πατρίδα του Ρουμανία το 1910, σε ηλικία είκοσι πέντε χρόνων, και φυτεύτηκε στο Περιβόλι της Παναγίας, ψηλά στην κορυφή της Καψάλας, κοντά στον Γερο-Μιχαήλ.

Ο Γέροντάς του, Γερο-Μιχαήλ, ήταν πολύ ευλαβής και παραδοσιακός. Έμοιαζε, μπορούμε να πούμε, στους παλαιούς Αββάδες. Ζούσε πολύ ασκητικά και τα ελάχιστα πράγματα για την συντήρησή του τα οικονομούσε από το απλό εργόχειρό του· έκανε κουτάλες. Όταν κανείς του έδινε μια ευλογία την δεχόταν μεν, αλλά έδινε και αυτός μια ανάλογη ευλογία, εκτός από την προσευχή που θα έκανε συνέχεια για τον άλλο.

Κάποτε, είχε στείλει τον αρχάριο τότε υποτακτικό του Πατέρα Τρύφωνα σε μια Μονή, για να δώσει το εργόχειρο τους και να περάσει και από τον κηπουρό της Μονής να του δώση μια κουτάλα και να του ζητήσει ένα λάχανο. Ο κηπουρός όμως, επειδή ήταν πολύ θυμωμένος - κάτι είχε - του πέταξε ένα κοτσάνι από λάχανο με δύο φύλλα άχρηστα και συνέχισε την δουλειά του.

Ο Πατήρ Τρύφων το πήρε, χωρίς να πει τίποτε, και ξεκίνησε για την Καψάλα, αλλά σε όλη την διαδρομή σκεφτόταν τον Γέροντά του, που ήταν γεροντάκι, και τι λάχανο θα έτρωγε! Ο Γέροντάς του πάλι, όταν είδε το κοτσάνι με τα δύο φύλλα, σκέφτηκε τον υποτακτικό του τι θα φάει... (...) 

Του λέει λοιπόν να ανάψει φωτιά και να βάλει νερό στο μπακίρι (στην κατσαρόλα). Παίρνει μετά ο Γέροντας το κοτσάνι, το βάζει μέσα και το σταυρώνει. Μετά από λίγη ώρα στέλνει τον Πατέρα Τρύφωνα να σηκώσει την κατσαρόλα από την φωτιά.

-Μπρε, τι να δω! μου έλεγε, ένα άσπρο κεφάλι λάχανο μέσα στο μπακίρι!

Όπως φαίνεται, και ο Γέροντάς του είχε αγιότητα, γιατί αλλιώς δεν εξηγείται!...

Το 1917, όταν είχε γίνει η μεγάλη πείνα, ο Πατήρ Τρύφων είχε βγει στην Χαλκιδική με την ευλογία του Γέροντα του και θέριζε σε Αγιορείτικα Μετόχια και έτσι οικονόμησε λίγο σιτάρι για τον εαυτό τους και για τους γύρω τους Ασκητάς. Από το 1917 δεν ξαναβγήκε στον κόσμο και το 1978 έφυγε από το Άγιον Όρος για τον επουράνιο αληθινό κόσμο.

Ο Γέροντας Παΐσιος γράφει για τον Γερο–Τρύφωνα από την Καψάλα τα εξής πολύ ωραία: «Όλα του τα χρόνια τα έζησε στην Καψάλα σαν πετεινό του Ουρανού. Το πρόσωπό του ήταν κατά κάποιο τρόπο εξαϋλωμένο και φωτεινό. Και μόνο που τον έβλεπες, έπαιρνες πνευματική δύναμη. Δύσκολα φυσικά τον έβρισκε κανείς εκεί στην ερημιά που έμενε, γι’ αυτό και δεν είχε καθόλου ανθρώπινη παρηγοριά. 

Αλλά εκεί που δεν υπάρχει ανθρώπινη παρηγοριά, πλησιάζει η θεία!... 

Ο Θεός στέλνει την ουράνια χαρά με τους αγγέλους και τους αγίους Του. Οι παραδεισένιοι αυτοί άνθρωποι, που έχουν επαφή με αγγέλους και αγίους, έχουν φιλία με τα άγρια ζώα και με τα πουλιά του ουρανού, όπως και ο Γέρο–Τρύφων».


Την χαρά και την ειρήνη του φτωχού κι εγκαταλειμμένου Γερο–Τρύφωνα, δεν την είχαν ούτε πλούσιοι ούτε άρχοντες. Τον συντρόφευαν και τον υπάκουαν τα στρουθία του ουρανού. Το Κελί του ήταν ένα αχούρι, που έμπαζε από παντού νερό και αέρα, τα ρούχα του παλιά και λερωμένα, η τροφή του χόρτα και πάλι χόρτα. Κι όμως, δεν παραπονιόταν για τίποτε... 

Ήταν ικανοποιημένος, ευχαριστημένος και αληθινά χαρούμενος. Έκλαιγε για τις αμαρτίες του. Οίκτιρε τον εαυτό του. «Τι έκανα, εγώ», έλεγε, «μπροστά στους μεγάλους άθλους των αγίων;». Προσευχόταν με άκοπα, γλυκά, θερμά δάκρυα, ο αφανής και άδοξος αυτός ασκητής της αγιοτρόφου Καψάλας.

Τα τελευταία του χρόνια, τυφλώθηκε. Μνημόνευε συνεχώς τον θάνατο. Είχε παραδοθεί πλήρως στον Θεό. Τα μάτια του συνήθως ήταν γεμάτα δάκρυα. Είχε την παρέα του Χριστού και των αγγέλων και δεν ήθελε των ανθρώπων... 

Είχε φθάσει σε μέτρα απαθείας και θεώσεως. Έκανε και τον σαλό για να μην τον τιμούν. Μέσα από τ’ ασυνάρτητα λόγια του, όμως, έδινε σοφές συμβουλές που φανέρωναν και το προορατικό του χάρισμα.

Κάποτε ο Γέροντας Ιωάσαφ (†1993) από το Κελλί των Ιωασαφαίων στις Καρυές, φιλοξένησε κάποιους προσκυνητές με τον τρόπο της αβραμιαίας φιλοξενίας που συνήθιζε, ενώ ο ίδιος και η συνοδεία του ζούσαν απλά. Εκείνοι όμως οι προσκυνητές σκανδαλίστηκαν μέσα τους, θεωρώντας πως όλοι οι μοναχοί ζουν πάντοτε έτσι άνετα και πλουσιοπάροχα.

Ο Γέροντας, τους κατάλαβε και τους πήγε στην Καψάλα στον Γερο–Τρύφωνα να τον γνωρίσουν. Οι επισκέπτες, είδαν και θαύμασαν την φτώχεια του. «Την χαρά του Γέροντος Τρύφωνα, δεν την έχω εγώ. Ζει παρέα με τα πουλιά». Ο Γέροντας Ιωάσαφ, του είπε επιτηδευμένα τα εξής: «Γέροντα, δεν έχει ούτε ένα πουλί ο τόπος εδώ!». «Πώς δεν έχει, μπρε!», απάντησε «εύθικτα» ο Γερο–Τρύφωνας.

Φώναξε, και αμέσως γέμισε ο τόπος από πολλά και διάφορα πουλιά του δάσους, που κάθονταν άφοβα στο χέρι του, στο σκουφί του και γύρω του, τιτιβίζοντας και πετώντας χαρούμενα!... Ήταν ένα εξαίσιο και διδακτικό θέαμα για όλους, εκεί....

Όταν του πρότειναν να τον οικονομήσουν και να τον πάνε να τον γηροκομήσουν σε κάποιο Μοναστήρι, χαμογελώντας είπε αυθόρμητα: «Μπρε, “οικονομήσουν”! Ο Θεός οικονομάει και τα σκουλήκια μέσα στο χώμα και τα ταΐζει και τα ζεσταίνει. Κι εμένα το μεγάλο σκουλήκι δεν μπορεί να οικονομήσει; Εδώ (που μένω) είναι (θαμμένος) ο Γέροντάς μου Μιχαήλ που έκανε με την ευχή του, το κοτσάνι, ολόκληρο λάχανο!».

Ανεπαύθη στις 6/8/1978, ημέρα λαμπρή, της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού, στο δικό του «Θαβώρ», το ερειπωμένο καλύβι του. Ο Γερο-Τρύφων, ήταν ένα σπάνιο ευώδες άνθος του Περιβολιού της Παναγίας. Επί 70 συναπτά έτη μούντζωσε την κοσμική ματαιότητα, κάθε ανθρώπινη παρηγοριά και αγάλλεται αιώνια στην πανευφρόσυνη χαρά της Βασιλείας των Ουρανών...

Εύχου, Γερο–Τρύφωνα... Εύχου...

Στο δικό του «Θαβώρ»...
Γερο - Τρύφωνας ο Καψαλιώτης

[Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου (1952–2014): 
«Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του 20ου αιώνος», 
τόμ. β΄, σελ. 933–935, «Μυγδονία», Θεσ/νίκη, 
Σεπτέμβριος 2011.] 


Ο Ιερός Ναός της Αναστάσεως στην Καψάλα...