«Δὲν εἶναι ἡ ὕπαρξις τοῦ ἐπισκόπου ἡ ἐγγύησις, ὅτι μία
Σύνοδος ἐμφορεῖται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.
Οὔτε ἡ Χάρις τῆς Ἀρχιερωσύνης ὁδηγεῖ τὴν Ἐκκλησία "εἰς πάσαν τὴν ἀλήθειαν"»
Ἀπό τό βιβλίο «Πατερική Θεολογία»
π. Ἰωάννου Ῥωμανίδου †
Πῶς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο καθοδηγεῖ, ποιοὺς καθοδηγεῖ καὶ σὲ τί συνίσταται αὐτὴ ἡ καθοδήγησις;
Ἐκεῖνο ποὺ λένε μερικοὶ ὅτι, ὅταν μία Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἀποφασίση κάτι, αὐτὸ εἶναι ἀλάθητο, ἐπειδὴ ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος εἶναι θεόπνευστη κλπ., εἶναι σὰν νὰ μᾶς ὑποχρεώνουν νὰ δεχθοῦμε ὡς ἀλάθητη διδασκαλία ὅ,τι ἀποφασίζει καὶ διακηρύσσει μία Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Αὐτὸ εἶναι καὶ τὸ πνεῦμα περὶ τοῦ ἀλαθήτου τοῦ Πάπα.
Βέβαια εἶναι σωστὸ ὅτι μία Οἰκουμενικὴ Σύνοδος εἶναι ἀλάθητη, ὅτι διδάσκει ἀλαθήτως, ὅτι εἶναι ὠφέλιμη γιὰ τὴν πίστι μας κλπ. Ναί, ἀλλὰ πῶς γίνεται καὶ εἶναι ἀλάθητη; Γιατί εἶναι ἀλάθητη; Γιατί οἱ ἀποφάσεις της εἶναι ἀλάθητες;
Ἡ μοντέρνα Ὀρθόδοξη θεολογία μιλάει πάρα πολὺ γιὰ θεοπνευστία.
Ἀπὸ ὅσα ἔχω διαβάσει, βλέπω νὰ μιλᾶνε περὶ θεοπνευστίας, ἀλλὰ δὲν ἔχω βρῆ περιγραφὴ τῆς θεοπνευστίας...
ἐκείνης γιὰ τὴν ὁποία μιλᾶνε.
Εἴπαμε ὅτι καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι καὶ οἱ Παπικοὶ καὶ οἱ Προτεστάντες συμφωνοῦν στὸ ὅτι ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι θεόπνευστος. Τί σημαίνει ὅμως θεοπνευστία; Καί, ἐὰν σώζεται κάπου, ποῦ σώζεται;
Θὰ πῆ ὅμως κάποιος: Καλά, θεόπνευστοι ἦταν μόνο οἱ Προφῆτες καὶ οἱ Ἀπόστολοι; Μετά τούς Ἀποστόλους δὲν ἔχομε θεοπνεύστους ἀνθρώπους; Δὲν ἔχομε θεόπνευστα συγγράμματα ἐκτός τῆς Ἁγίας Γραφῆς; Καί, ἐὰν ναί, ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ οἱ θεόπνευστοι ἄνθρωποι;
Καὶ ἂν ὑπάρχουν, πῶς ξέρομε ὅτι εἶναι θεόπνευστοι; Οἱ Προφῆτες ξέρομε ὅτι ἦσαν θεόπνευστοι. Ὁμοίως καὶ οἱ Ἀπόστολοι ἤσαν θεόπνευστοι. Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ αὐτούς, ποιοὶ ἄλλοι ἦσαν ἢ εἶναι θεόπνευστοι; Ἐπίσης ποιὰ εἶναι τὰ διάφορα στάδια αὐτῆς τῆς θεοπνευστίας, καὶ πῶς διακρίνονται;
Πῶς ὁ ἄνθρωπος ἐμπνέεται ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ πῶς ξέρομε ὅτι ἕνας εἶναι ἐμπνευσμένος ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ὄχι ἀπὸ τὸν Διάβολο ἢ ἀπὸ φαντασιοπληξίες;
Ὁ Χριστός, ὅταν εἶπε ὅτι θά μᾶς δώση τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, τό ὁποῖο θά μᾶς ὁδηγήση εἰς πάσαν τήν ἀλήθειαν, δέν μίλησε γιά Οἰκουμενικές Συνόδους.
Δέν εἶπε δηλαδή ὅτι αὐτό θά γίνεται στίς Οἰκουμενικές Συνόδους τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό δηλαδή τό καινόν περί τοῦ ἀλαθήτου τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων δέν περιλαμβάνεται μέσα στήν Ἁγία Γραφή.
Ὁ Χριστὸς εἶπε ἁπλὰ ὅτι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον θὰ εἶναι Ἐκεῖνο ποὺ θὰ μᾶς ὁδηγήση στὴν πλήρη ἀλήθεια. Προηγουμένως ὅμως, πρὶν δηλαδὴ ἀπὸ αὐτό, εἶπε ὅτι ἐὰν ἔχετε ἀγάπη μεταξύ σας, ἐγὼ καὶ ὁ Πατέρας μου θὰ ἔλθωμε καὶ θὰ κατοικήσωμε μέσα σας, καθὼς ἐπίσης εἶπε ὅτι τώρα, μὲ βλέπετε, ἀλλὰ ἀργότερα δὲν θὰ μὲ βλέπετε. Ἀλλά, ἐὰν ἔχετε ἀγάπη, πάλι θὰ μὲ βλέπετε.
Καί, τὸ Πνεῦμα θὰ ἔλθη νὰ κατοικήση μέσα σας καὶ θὰ σᾶς ὁδηγήση εἰς πάσαν τὴν ἀλήθειαν.
Ὅλα αὐτὰ ποὺ λέγει ὁ Χριστὸς καὶ ἀναφέρονται στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννη καὶ ποὺ τὰ διαβάζουν οἱ παπάδες τὴν Μεγάλη Πέμπτη, εἶναι βασικὰ κεφάλαια. Ἀλλὰ γιατί εἶναι βασικὰ κεφάλαια; Αὐτὴ ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ, ἡ Ἀρχιερατική, γιατί ἔχει τόσο μεγάλη σημασία;
Γιατί προσεύχεται ὁ Χριστὸς γιὰ τὴν ἑνότητα τῶν Ἀποστόλων; Γιὰ ποιὰ ἕνωσι προσεύχεται; Μήπως, τῶν Ἐκκλησιῶν; Ποιὰ ἕνωσις εἶναι αὐτή; Αὐτό, τὸ «ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πάσαν τὴν ἀλήθειαν», ὅταν τὸ λέγη ὁ Χριστός, τὸ ἐννοεῖ ἀσφαλῶς μέσα σὲ ὠρισμένα πλαίσια. Ποιὰ εἶναι αὐτά;
Τὰ κεφάλαια αὐτά, 14 ἕως 17, τοῦ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγελίου κάνουν ὁλόκληρη ἀνάπτυξη περὶ τῆς πνευματικῆς καταστάσεως τῶν Ἀποστόλων σὲ σχέσι μὲ τὴν ἀγάπη καὶ ἀναφέρουν ποιὰ θὰ εἶναι τὰ ἀποτελέσματα τῆς ἀγάπης. Ἡ πλήρης μορφὴ ὅμως τῆς ἀγάπης ἀποκαλύπτεται στὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως. Ἡ θέωσις εἶναι ἡ πλήρης μορφὴ τῆς ἀγάπης. Δι’ αὐτῆς τῆς ἀγάπης, πού πηγάζει ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως, γίνεται ἡ πλήρης θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ ἀγάπη αὐτὴ ἀρχίζη νὰ ἐνεργῆται, ὅταν ἔλθη τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο μέσα στὸν ἄνθρωπο, ὁπότε γίνεται ὁ ἄνθρωπος κατοικητήριο καὶ ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί, ὅταν ἔλθη τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο καὶ κατοικήση μέσα στὸν ἄνθρωπο, φέρνει μαζί Του καὶ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱόν. Τότε στὸν ἄνθρωπο κατοικεῖ ὁλόκληρη ἡ Ἁγία Τριάδα.
Ἀλλά πῶς γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος ὅτι ἔγινε ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Πῶς γίνεται αὐτή ἡ διαπίστωσις;
Ὁ ἀληθινός πνευματικός πατέρας γνωρίζει πότε ἕνα πνευματικό του παιδί ἔχει λάβει τό Ἅγιο Πνεῦμα καί ἔχει γίνει ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἔχομε συγκεκριμένα Πατερικά κριτήρια στό θέμα αὐτό. Ποιά εἶναι αὐτά;
Ὅταν ὁ Χριστός μιλάη γιά τήν ἔκχυσι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν Ἐκκλησία καί στούς πιστούς, δέν μιλάη ἀφηρημένα, δέν ἐννοεῖ ὅτι θά τό στείλει σέ ὅλην τήν Ἐκκλησία γενικά.
Οὔτε ὅτι, ἐπειδὴ οἱ δεσποτάδες καὶ οἱ παπάδες ἔχουν μία ἀλληλοδιαδοχὴ μὲ τὶς χειροτονίες, θὰ τὸ λάβη γενικὰ ὅλη ἡ Ἐκκλησία. Οὔτε ἐννοεῖ ὅτι ἐξ αἰτίας τῆς χειροτονίας τῶν ἐπισκόπων ὑπάρχει ὁπωσδήποτε ἡ ἐγγύησις ὅτι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο θὰ κατοικῆ μόνιμα μέσα στὴν Ἱεραρχία.
Διότι, δέν εἶναι ἡ ὕπαρξις τοῦ ἐπισκόπου ἡ ἐγγύησις ὅτι μία Σύνοδος ἐμφορεῖται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα.
Ἀπόδειξις εἶναι ὅτι ὑπῆρξαν μέσα στήν Ἐκκλησία πολλοὶ ἐπίσκοποι, πού κατεδικάσθησαν ὡς αἱρετικοί.
Ἂν εἶχαν ἐκεῖνοι οἱ ἐπίσκοποι Πνεῦμα Ἅγιο, δέν θά ἔπεφταν σέ αἵρεσι.
Ἄρα, δέν εἶναι ἡ εἰς ἐπίσκοπον χειροτονία κάποιου ἀπόδειξις οὔτε ἐγγύησις ὅτι στόν ἐπίσκοπο αὐτόν κατοικεῖ ὁπωσδήποτε τό Ἅγιο Πνεῦμα.
Ἄρα, δέν εἶναι ἡ Χάρις τῆς Ἀρχιερωσύνης ἐκείνη πού ὁδηγεῖ τήν Ἐκκλησία «εἰς πάσαν τήν ἀλήθειαν».
Ὁ Χριστὸς μιλάει ἐδῶ γιὰ κάτι ἄλλο. Οἱ Πατέρες λένε καθαρὰ ὅτι ἐδῶ ὁ Χριστὸς μιλάει γιὰ δύο καταστάσεις.
Ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος μιλάει γιὰ τὴν φώτισι καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος μιλάει γιὰ τὴν θέωσι.
Ὅταν λέγη ὁ Χριστὸς ἴνα πάντες ἓν ὦσι, γιὰ ποιοὺς μιλάει; Γιὰ τοὺς Ἀποστόλους βέβαια. Δηλαδὴ παρακαλεῖ τὸν Πατέρα νὰ γίνουν οἱ Ἀπόστολοι «ἓν, καθὼς ἠμεῖς ἓν ἐσμεν». Δὲν λέγει εἷς, ἀλλὰ ἓν. Πῶς ὅμως ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἓν; Ἀπάντησις: Εἶναι ἑνωμένοι εἰς ἓν, κατὰ τὴν δόξαν (ἐνέργειαν) καὶ κατὰ τὴν οὐσίαν. Κατὰ τὰ Πρόσωπα, τὶς ὑποστάσεις, δὲν εἶναι ἑνωμένοι. Διότι τὰ Πρόσωπα στὴν Ἁγία Τριάδα, λένε οἱ Πατέρες, εἶναι ἀκοινώνητα μεταξύ τους.
Τὰ κοινὰ στὴν Ἁγία Τριάδα εἶναι ἡ οὐσία καὶ ἡ φυσικὴ ἐνέργεια τῆς οὐσίας, δηλαδὴ ἡ δόξα. Καὶ κατὰ τί εἶναι ἓν ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, μὲ τὸ ὁποῖο ἓν καὶ ἐμεῖς θὰ γίνωμε ἓν, δηλαδὴ καὶ μεταξύ μας καὶ μὲ τὴν Ἁγία Τριάδα; Ποιὸ θὰ εἶναι αὐτὸ τὸ κοινὸ γνώρισμα; Ἀπάντησις: Εἶναι τὸ ἓν κατὰ τὴν δόξαν.
Δηλαδή, ὅπως ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι ἕνα κατὰ τὴν δόξαν, διότι ἔχουν κοινὴν τὴν δόξαν, ἔτσι καὶ ἐμεῖς θὰ γίνωμε ἕνα, ὅταν ὅλοι μας μετάσχωμε στὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, ὅταν δηλαδὴ ὅλοι μας ἢ ὅσοι ἀπὸ ἐμᾶς γίνουν ἄξιοι, γίνουν μέτοχοι τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τοῦ ἀκτίστου Φωτός.
Διότι, ὅταν ἕνας ἄνθρωπος δοξάζεται, τότε γίνεται κοινωνὸς τῆς ἀκτίστου δόξης τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁπότε ἑνώνεται καὶ μὲ τὴν Ἁγία Τριάδα, ἀλλὰ καὶ μὲ ὅσους συνανθρώπους του εἶναι ἐκείνην τὴν στιγμὴ ἑνωμένοι καὶ ἐκεῖνοι μὲ τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ.
Ὁπότε ἐκεῖνο, γιὰ τὸ ὁποῖο προσεύχεται ὁ Χριστὸς στὸν Μυστικὸ Δεῖπνο εἶναι, πρῶτα-πρῶτα γιὰ τὴν κάθαρσί τους, μετὰ γιὰ τὴν φώτισί τους καὶ τέλος γιὰ τὴν θέωσί τους.
Ἑπομένως τό «ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πάσαν τήν ἀλήθειαν» ἀναφέρεται ὄχι γενικά σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἀλλά εἰδικά σέ ὅσους θά λάβουν μέρος στήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως.
Δηλαδή, ὅταν ὁ ἄνθρωπος φθάση στήν θέωσι, τότε μόνον ὁδηγεῖται εἰς πάσαν τήν ἀλήθειαν.
Ἑπομένως ἡ πάσαν ἀλήθειαν (ὄχι περί τοῦ κτιστοῦ κόσμου, ἀλλά περί τοῦ Θεοῦ) γίνεται γνωστή μόνο στήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως.
Ἐπειδὴ ὅλοι οἱ Πατέρες εἶχαν αὐτὴν τὴν ἐμπειρία ἢ παρόμοια, διότι εἴτε ἤσαν σὲ κατάστασι φωτισμοῦ εἴτε ἤσαν σὲ κατάστασι θεώσεως, γι’ αὐτὸ καὶ ὅλοι τους ἔχουν τὴν ἴδια ἀκριβῶς ἀντίληψι γιὰ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ κάνουν ὅλοι τους τὴν ἴδια ἑρμηνεία στὴν Ἁγία Γραφὴ στὰ βασικά της σημεῖα καὶ τὴν ἴδια ἑρμηνεία στὰ κείμενα τῶν ἄλλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀπὸ τὰ παραπάνω τί συνάγεται; Ὅσοι βρίσκονται σὲ κατάστασι φωτισμοῦ ἢ θεώσεως, αὐτοὶ εἶναι θεόπνευστοι ἢ δὲν εἶναι θεόπνευστοι; Ἀπάντησις: Αὐτοὶ φυσικὰ εἶναι θεόπνευστοι.
Διότι θεοπνευστία σημαίνει τί; Σημαίνει νὰ εἶναι κάποιος ἐμπνευσμένος ἀπὸ τὸν Θεόν. Ἐν ἀντιδιαστολὴ πρὸς τί; Πρὸς τὸ νὰ εἶναι κανεὶς ἐμπνευσμένος ἀπὸ τὸν διάβολο καὶ τοὺς δαίμονες. Ἐκεῖνος θὰ εἶναι διαβολόπνευστος καὶ δαιμονόπνευστος.
Ἡ ὑψηλοτέρα μορφὴ τῆς Ἀποκαλύψεως ὅσον ἀφορᾶ στὴν θεοπνευστία, ἦταν ἐκείνη ποὺ συνέβη στοὺς Ἀποστόλους κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς.
Τό κλειδί λοιπόν τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας σχετικά μέ τήν θεοπνευστία εἶναι ἡ Πεντηκοστή.
Ἐὰν κανεὶς μπορέση νὰ κατανοήση τὴν σημασία τῆς Πεντηκοστῆς γιὰ τὴν Πατερικὴ παράδοσι, τότε καὶ θεολόγος νὰ μὴν εἶναι, τουλάχιστον θὰ ξέρη τί εἶναι Θεολογία καὶ τί θεολόγος.
Ὅπως δὲν χρειάζεται νὰ εἶναι κανεὶς γιατρὸς γιὰ νὰ ξέρη τί εἶναι ἡ Ἰατρικὴ ἐπιστήμη καὶ τί εἶναι γιατρός, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο κάποιος μπορεῖ νὰ ξέρη τί εἶναι Θεολογία, ποιὸς εἶναι ὁ θεολόγος καὶ ποιὸς εἶναι ὁ θεολογῶν, χωρὶς νὰ εἶναι ὁ ἴδιος θεολόγος ἢ θεολογῶν.
Δέν εἶναι ἡ ὕπαρξις τοῦ ἐπισκόπου ἡ ἐγγύησις, ὅτι μία
Σύνοδος ἐμφορεῖται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα.
π. Ἰωάννου Ῥωμανίδου †
Ἀπό τό βιβλίο «Πατερική Θεολογία»
Πηγή: Πνεύματος Κοινωνία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου