Να προσευχόμαστε. Δεν είναι προστακτική ενός νόμου ή μιας ηθικής αυτό, είναι ζωογόνα ευκτική της καρδιάς. Να προσευχόμαστε, γιατί όσο προσευχόμαστε, τόσο ο Ουρανός γίνεται κτήμα μας.
Έχει μετά έναν λόγο η ύπαρξη να υπάρχει, βρίσκει έναν τρόπο να έχει στα σπλάχνα της τον Λόγο, γίνεται κι αυτή με τη σειρά της έλλογη, ευπρεπής, κόσμια και υπερκόσμια, ουράνια.
Δεν μπορεί να μη μιλάς, δεν γίνεται να μη βλέπεις, δεν είναι λογικό να στερείσαι, να μη βρίσκεσαι και να μην επικοινωνείς με αυτόν που τόσο αγαπάς. Αν δεν κάνεις τα πάντα για να τον βρεις και να τον ανταμώσεις, θα μαραζώσεις, θα πεθάνεις.
Η αγάπη θέλει το λάλημά της εκτός από τη σιωπή της. Ακόμη και η σιωπή της αγάπης πάλι ένα άλλο λάλημα είναι.
Όσο μιλάμε, τόσο αγαπάμε. Γιατί όσο μιλάμε, τόσο ανοιγόμαστε. Σπάμε τα τείχη και τα όρια του εαυτού μας και πάμε να βρούμε τον άλλον που αγαπάμε.
«Γιατί δε μου μιλάς; Πες μου κάτι!...»,
λέει συχνά με αγωνία ο εραστής προς τον ερωμένο. Κι έχει και δίκιο. Ο λόγος της αγάπης, ο λόγος της κοινωνίας της αγάπης είναι τροφή και τροφοδοσία για την καρδιά. Έρχεται τούτος ο λόγος της αγάπης και σκεπάζει τα πάντα, επιτελεί τα πάντα, φέρει με ευγένεια κάθε τακτοποίηση, κάθε αποκατάσταση και θεραπεία μέσα μας.
«Για να αλλάξει ο χρόνος, πρέπει να αλλάξουμε ζωή».
Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου
«Για να αλλάξουμε ζωή,
δεν έχουμε ανάγκη από χρόνο,
αλλά χρειαζόμαστε ψυχή
με φόβο Θεού και μετάνοια»...
Λένε μερικοί ότι δεν μπορούμε σε λίγο χρόνο να εκριζώσουμε αμαρτωλές πολύχρονες συνήθειες, που μας έχουν γίνει δευτέρα φύση. Κι όμως για πράγματα που προστάζει ο Θεός είναι δυνατόν. Δώστε μου άνθρωπο, που περισσότερο ορκίζεται μάλλον παρά ομιλεί, δέκα μέρες. Θα τον αλλάξω οπωσδήποτε, εάν συνεργαστεί μαζί μου. Δεν κομπάζω, απλώς το λέω, επειδή έχω το παράδειγμα της Νινευή.
Βάρβαροι, ανόητοι, χωρίς τη βοήθεια των προφητών οι Νινευΐτες. Κι όμως, μόλις άκουσαν τον Ιωνά να λέγει· «Έτι τρεις ημέραι, και Νινευή καταστραφήσεται», (Ιωνά 3,4) αμέσως σε τρεις ημέρες άφησαν κάθε πονηρή συνήθεια. Δεν σταμάτησαν ένα πάθος τους, αλλά όλα μαζί. Και είχαν πολλά, ανήκουστα πάθη. Διότι λέγει· «Ανέβη η κραυγή της κακίας αυτής (της Νινευή) προς με». (Ιων. 1,2) Αυτό σημαίνει ότι έφθασε η κακία τους μέχρι των ουρανών. Το ίδιο συνέβη και στα Σόδομα. «Κραυγή Σοδόμων και Γομόρρας πεπλήθυνται προς με, και αι αμαρτίαι αυτών μεγάλαι σφόδρα. Καταβάς ουν όψομαι, ει κατά την κραυγήν αυτών την ερχομένην προς με αυντελούνται, ει δε μη, ίνα γνω». (Γεν. 18,20-21)
Μια άλλη φορά στην Μικρά Αγία Άννα, εκεί που έμενε, είχε πολλούς πειρασμούς, θλίψεις… Και ήταν στο καλυβάκι του, στο εκκλησάκι του το μικρό μέσα στο σπήλαιο και έκλαιγε και παρακαλούσε την Παναγία να τον βοηθήσει και εμφανίσθηκε η Παναγία μπροστά του.
Και εστάθη μπροστά του…
Ήταν τόσο μικρό το εκκλησάκι, δηλαδή, από κει, από τον τοίχο που στέκεται κανείς, αν έκανε το χέρι του έτσι, μπορούσε να πιάσει το τέμπλο. Τόσο μικρό και στενό το σπήλαιο…Και στάθηκε η Παναγία μπροστά του με τον Χριστό στην αγκαλιά και του λέει: «Δεν σου είπα να έχεις την ελπίδα σου σε εμένα;…Γιατί απελπίζεσαι;…»
Και αυτός έσκυψε κάτω και άρχισε να κλαίει πάλι και του λέει η Παναγία: «Κοίταξε. Να ελπίζεις σε μένα και να μην χάνεις το θάρρος σου. Και του λέει: «'Ελα, πάρε τον Χριστό»
και του έδωσε το βρέφος.
Αυτός, λέει ο γέροντας, τόσο πολύ συνεστάλη, εντράπηκε και δεν τόλμησε να πάρει το βρέφος. Και τότε το μικρό παιδάκι, ο Χριστός, έφυγε τρόπον τινά έτσι από την αγκαλιά της μητέρας Του και τον αγκάλιασε και τον εχάιδεψε τρεις φορές. Αυτός ο τόπος μέχρι σήμερα - μέχρι τις μέρες που ήμουνα τουλάχιστον εγώ στο Άγιον Όρος – εκεί που εστάθηκε η Παναγία και του είπε αυτά τα λόγια, μέχρι σήμερα αυτός ο χώρος ευωδιάζει…
Πέρασαν τόσα χρόνια που εκοιμήθη ο γέροντας, η σπηλιά δεν ξανακατοικήθηκε από τότε, είναι έρημος πλέον ο τόπος, αλλά εκεί ο χώρος της εκκλησίας που εστάθηκε η Παναγία, μέχρι σήμερα εκπέμπει άρρητο ευωδία…
Περιττό να σας πω ότι όλη αυτήν την Χάρη, την έλαβε σαν δώρο από την Θεοτόκο διότι, όταν ήταν αρχάριος μοναχός και προσπαθούσε πάρα πολύ στην προσευχή, εβίαζε πάρα πολύ τον εαυτό του.
Μία νύχτα εκεί που προσευχόταν, και έκλαιγε, θρηνούσε, και έβλεπε απέναντί του το βουνό του Άθωνα. Πιο κάτω από την κορυφή του Άθωνα, είναι ένας τόπος που λέγεται Παναγία, είναι ένα κάθισμα της Παναγίας. Και ο γέροντας έβλεπε στο εκκλησάκι αυτό από μακριά, χιλιόμετρα μακριά, αλλά ήξερε περίπου που ήταν. Και παρακαλούσε την Παναγία να τον βοηθήσει... Τότε μια αχτίδα βγήκε από το εκκλησάκι εκείνο και τον επισκέφθηκε. Και από εκείνη τη στιγμή, μέσα στην καρδία του λεγόταν αδιαλλείπτως η νοερά προσευχή.
Του έδωσε η Παναγία σαν χάρισμα την νοερά προσευχή…
Δεν σου είπα να έχεις την ελπίδα σου σε εμένα;
Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστή ******** Απόσπασμα από την ομιλία του Μητροπολίτου
Λεμεσού Αθανασίου για τον Γέροντα Ιωσήφ τον ησυχαστή.
«...τα μωρά του κόσμου εξελέξατο ο Θεός ίνα τους σοφούς καταισχύνη, και τα ασθενή του κόσμου εξελέξατο ο Θεός ίνα καταισχύνη τα ισχυρά, και τα αγενή του κόσμου και τα εξουθενημένα εξελέξατο ο Θεός, και τα μη όντα, ίνα τα όντα καταργήσει, όπως μη καυχήσηται πάσα σάρξ ενώπιον του Θεού...»
Ο κόσμος θεώρησε και θεωρεί τους μοναχούς εκείνους που κλείνονται στο κελί τους ως μη όντες, ανύπαρκτους, όπως ανύπαρκτους θεωρεί όσους αφήνουν τα υπό την αίσθηση για να κερδίσουν Τον υπέρ την αίσθηση...
Έτσι, λοιδορούνται οι μοναχοί που κλείνονται στο κελί τους. Και αυτοί ανέχονται την λοιδορία, γιατί απλούστατα δεν τους αγγίζει...
Όταν ο Θεός ευδοκεί και αναδεικνύει ως Θεολόγο και Πατέρα της Εκκλησίας μας χαρισματούχο τινά χριστιανό, που διαθέτει το χάρισμα του λόγου, τότε αυτός αναλαμβάνει να δώσει σοφή απάντηση σ’ όσους δεν μπορούν να νοιώσουν αλλιώς την αγιοσύνη που προχέεται από τις «ανύπαρκτες» αυτές μοναχικές υπάρξεις.
Τότε και οι πρωταθλητές αυτοί της πίστεως, κλεισμένοι μέσα στα κελιά τους, παίρνουν στα χείλη τους τα γλυκύτατα λόγια των Θεολόγων, για να εκφράσουν αυτό που ήδη ζούσαν και ζουν. Και σε όσους ανόητα ρωτούν: «Τι προσφέρετε μέσα από τα κελιά σας;», τους αποκρίνονται, δίχως να τους κρίνουν, με λόγια σαν αυτά του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου:
«Εάσατε τη κέλλη με μόνον εγκεκλεισμένον, / άφετέ με μετά Θεού του μόνου φιλανθρώπου, / απόστητε, μακρύνατε, εάσατέ με μόνον / αποθανείν ενώπιον Θεού του πλάσαντός με! / Μηδείς τη θύρα κρούσειε, μηδείς φωνήν αφήση, / μηδείς επισκεψάτω με των συγγενών ή φίλων, / μηδείς μου την διάνοιαν ελκύσας αποσπάση / της θεωρίας του καλού και ωραίου Δεσπότου, / μηδείς μοι βρώμα δώσειε, μη πόμα μοι κομίση!»
«Αρκέσει γαρ μοι το θανείν έμπροσθεν του Θεού μου. / Θεού του ελεήμονος, Θεού του φιλανθρώπου... / ...Ου θέλω έτι κατιδείν το φως του κόσμου τούτου, / ουδέ αυτόν τον ήλιον, ουδέ τα εν τω κόσμω· / βλέπω γαρ τον Δεσπότην μου, βλέπω τον βασιλέα, / βλέπω τον όντως όντα φως και παντός φωτός κτίστην, / βλέπω πηγήν παντός καλού, βλέπω αιτίαν πάντων, / βλέπω αρχήν την άναρχον, εξ ής παρήχθη πάντα, / ...πώς ουν αυτόν καταλιπών εξέλθω μου της κέλλης;...»
Ο κόσμος χαρακτηρίζει ανύπαρκτους και τους πιστούς εκείνους λαϊκούς που είναι προσανατολισμένοι σ’ αυτήν την σταυρική, ορθόδοξη ησυχαστική ζωή, όλους όσους, ακολουθώντας την παράδοση της Εκκλησίας μας, καλλιέργησαν τον «κρυπτό της καρδίας άνθρωπον εν τω αφθάρτω του πραέως και ησυχίου πνεύματος, ό εστιν ενώπιον του θεού πολυτελές» (Α' Πέτρ. γ', 4).
Ο λόγος περί ησυχίας θεωρείται από τους κοσμικούς, στο φρόνημα και ασχέτως ενδυμασίας, ως μωρία, οι δε συγγραφείς ησυχαστικών λόγων, αυτοί που «διεγείρουν εναντίον τους δαίμονες», θεωρούνται μωροί, ανύπαρκτοι...
Τι να πούμε; Να ευχηθούμε να γίνουμε και εμείς «μη όντες», «ανύπαρκτοι», υπακούοντας σε «μη όντες», «ανύπαρκτους» ποιμένες, ώστε να αξιωθούμε να υπάρξουμε μαζί με το όντως Όν, τον Θεό μας, που αποκαλύφθηκε στον Μωϋσή ως η πραγματική Ύπαρξη, ως «Εγώ ειμι ο Ών».
Μόνον από του τέλους μπορεί κανείς να συμπεράνει το μέγεθος των κατορθωμάτων ενός αγίου, να συλλάβει τι έκανε, δηλαδή από την δόξα που του έδωσε ο Θεός, από την πατρική ανταπόδοση.
Το τέλος είναι η πίστη ότι ο Θεός δοξάζει τον άγιό του. Και για να τον δοξάζει, σημαίνει ότι είναι υπέροχο και αιώνιο το κατόρθωμα του αγίου, το να στέκεται δηλαδή μέσα στην σιωπή ενώπιον του Θεού. Αυτή η δόξα πολλάκις αποκαλύπτεται και στους άλλλους, γίνεται γνωστή και σε μας· αλλά δεν χρειάζεται καν να την γνωρίζουμε, διότι ξεύρομε αυτό που ο Θεός υπεσχέθη, αυτό που ο Θεός προεπηγγείλατο, και επομένως ο άγιος την λαμβάνει την δόξα.
Ο άγιος πηγαίνει στην μόνωση, στην ησυχία, για να επιδείξει ανδρικούς αγώνες και να εκφράσει με αυτούς την πίστη του ότι ο Θεός είναι παρών.
Βλέπει τον Αόρατον ως Ορατόν...
Βλέποντας τα σύννεφα, το βουνό, την άπλα του ορίζοντα, το σκοτάδι του κελιού μου, τα βάθη της καρδιάς μου, τα μύχια του νοός μου, τα πάθη μου, στην πραγματικότητα τα ξέρω και το πιστεύω ότι βλέπω τον Θεόν, διότι παντού κρύβεται ο Θεός. Τα πάντα είναι περιβόλαιο δικό Του, σημάδια της παρουσίας Του. Ακόμη και το πάθος μου και η τύφλωσή μου και ο κτύπος της καρδιάς μου και οι δήθεν γνώσεις μου και η βαθειά άγνοιά μου δείχνουν ότι υπάρχει ο Θεός, ότι είναι εδώ που είμαι εγώ.
Αλοίμονο αν δεν υπήρχε ο Θεός, θα πέθαινα ευθείς αμέσως. Λίγο να λείψει όχι ο Θεός, αλλά το πνεύμα Του, το νεύμα Του, αμέσως χάνομαι. Το ότι λοιπόν ζω και το ότι μπορώ να αμαρτήσω και να έχω το πάθος μου ή να κρύβω μέσα μου τα δικά μου θελήματα και τους δικούς μου εγωιστικούς πόθους, σημαίνει ότι ο Θεός με ανέχεται και δεν αποσύρει το βλέμμα του από εμένα. Με ανέχεται το νεύμα Του.
Μακροθυμεί ο Θεός, περιμένει...
Μόνο που δεν μπορεί να ενεργήσει μέσα μου, διότι του βάζω φραγμό!...
Εκείνος όμως στέκει από επάνω μουκαι με παρακολουθεί, έτοιμος, μόλις εγώ επιθυμήσω, να με αρπάξει και να με οδηγήσει στην άπλα την εσωτερική, στην ανάνευση, στην χαρίτωση της καρδιάς μου...
Εάν με την παρουσία Του ο Θεός με καλύπτει και μου επιτρέπει να αμαρτάνω, να Τον προσβάλλω δηλαδή, και εάν ακόμη και το πάθος μου και η αισχύνη μου είναι απόδειξις της παρουσίας του Θεού, πόσο μάλλον τα ορατά και αισθητά - πολύ δε περισσότερο τα αόρατα και νοούμενα - αποτελούν μαρτύρια της παρουσίας Του.
Άρα ο αγωνιστής παρίσταται ενώπιον του παρόντος Θεού, ο οποίος, αν και Αόρατος, γι’ αυτόν είναι Ορατός...
Έτσι το πάλαισμά μου είναι η παράστασή μου ενώπιον του Θεού και εκφράζει την πίστη μου ότι ο Θεός είναι παρών. Αυτή η παρουσία του Θεού είναι για μένα η προσδοχή Του, η οποία δεν είναι ψυχική ενέργεια ούτε έλλειψη, αλλά βίωμα, αφή του αοράτου Θεού, γάμος μυστικός, κάτι που το προσδέχομαι συνεχώς “αυλιζόμενος κατά μόνας”· προσλαβάνω δηλαδή αδιαλείπτως Αυτόν που είναι εδώ παρών μαζί μου και μέσα μου...
Ο κατά μόνας λοιπόν αυλισμός μου είναι μία διαρκής απορρόφηση του Θεού, μία διαρκής ένωση, μία διαρκής γαμήλιος απόλαυση, μία διαρκής συζυγία, μία διαρκής απόμαξις των ακτίνων του Θεού, της θείας ενεργείας, μία διαρκής μεταχώρησις των ιδιοτήτων του Θεού και του ανθρώπου, μία διαρκής συνύπαρξη Θεού και ανθρώπου...
Διάκριση, απόρριψη απόγνωσης κι απόκτηση αληθινής πίστης
Όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός
Υπόμνηση των επτά σωματικών πράξεων
Όσα γράφτηκαν προηγουμένως στην αρχή του λόγου περί των επτά σωματικών και ηθικών πράξεων (ησυχία, νηστεία, αγρυπνία, ψαλμωδία, πνευματική προσευχή με τον νου, ανάγνωση των βίων και των λόγων των Πατέρων και η ερώτηση των εμπειριών για κάθε λόγο και ζήτημα)πρέπει να τα τηρεί κανείς παντοτινά· και ούτε να τα ελαττώσει με την έλλειψη, ούτε να τα αυξήσει με την υπερβολή, εκτός αν είναι καιρός πολέμου σωματικού λόγω νεότητας ή μεγάλης σωματικής δυνάμεως, για την οποία έχει ανάγκη υπερβολικής ασκήσεως. Ή αντίθετα λόγω ασθένειας, οπότε έχει ανάγκη από λίγη ανάπαυση.
Να μην κάνει όμως τέλεια κατάργηση της ασκήσεως, γιατί αυτό μπορεί να βλάψει και τους απαθείς, όπως λέει ο άγιος Ισαάκ. Αλλά η ανάπαυση να είναι εξ ανάγκης σαν θεραπεία της ασθένειας, και όχι αφορμή στην ψυχή να χαλαρώνει την άσκηση. Η χαλάρωση γίνεται όταν θέλει κανείς με όλη την ψυχή του την ανάπαυση. Η ανάπαυση όμως βλάπτει συνήθως τους νέους και υγιείς.
Επειδή λένε οι άγιοι Πατέρες, ο Βασίλειος και ο Μάξιμος, ότι στην πείνα και τη δίψα αρκούν μόνο ψωμί και νερό. Για την υγεία όμως και την ισχύ του σώματος δωρήθηκαν και τα άλλα από το Θεό με φιλανθρωπία, για να μην αηδιάσει ο ασθενής άνθρωπος τρώγοντας συνεχώς το ίδιο, αλλά να ωφελείται με την εναλλαγή των τροφών, όπως προείπαμε. Η αποχή και η ακράτεια είναι που προξενούν τις ασθένειες, ενώ η εγκράτεια και η εναλλαγή των τροφών κάθε μέρα προξενούν την υγεία, για να διατηρηθεί το σώμα μακριά από ηδονή και ασθένεια και να γίνει βοηθός στην απόκτηση των αρετών.
Αυτά τα είπαμε για όσους ακόμη αγωνίζονται.
Οι απαθείς τώρα, που έχουν φτάσει στην κατά Χριστόν νηπιότητα, πολλές φορές δεν τρώνε επί πολλές ημέρες, καθώς ξεχνούν και το σώμα, όπως ο άγιος Σισώης. Αυτός, αφού έτρωγε, ζητούσε να μεταλάβει τα άχραντα Μυστήρια, από την έκσταση που είχε προς το Θεό...
Σχετικά λέει ο Απόστολος, προς ωφέλεια πολλών:
«Αν βρισκόμαστε σε έκσταση, αυτό γίνεται για το Θεό. Αν είμαστε σώφρονες, είμαστε για χάρη σας» (Β΄ Κορ. 5,13). Παρόμοια λέει και ο Μέγας Βασίλειος για ορισμένους, και μερικοί άλλοι. Ούτε πάλι οι τέτοιοι άνθρωποι, όταν έτρωγαν μαζί με άλλους πολλά φαγητά, τα αισθάνονταν, αλλά ήταν σαν να μην έτρωγαν τίποτε. Γιατί ο νους των ανθρώπων αυτών δεν είναι στο σώμα, για να αισθάνεται την ανάπαυση ή τον πόνο. Και αυτό είναι φανερό από πολλούς Πατέρες και αγίους Μάρτυρες.
Είναι φανερό και από τον Άγιο εκείνο, για τον οποίο έγραψε ο άγιος Νείλος:
Ήταν, λέει, ένας γέροντας στην έρημο και προσευχόταν με το νου του· αυτόν, κατά παραχώρηση Θεού, για ωφέλεια του ίδιου και άλλων πολλών, τον έπιαναν οι δαίμονες από τα χέρια και τα πόδια και τον τίναζαν ψηλά, και πάλι για να μη βλαφτεί το σώμα του πέφτοντας από τόσο ύψος, τον έπιαναν μέσα σε μια ψάθα. Και αυτό το έκαναν επί πολύ για να δοκιμάσουν αν κατεβαίνει ο νους του από τον ουρανό, πράγμα που δεν μπόρεσαν να κατορθώσουν.
Ένας τέτοιος μπορεί ποτέ να έχει αίσθηση τροφής ή ποτού ή κάποιου από τα σωματικά;...
Και πάλι, ο άγιος Εφραίμ, αφού νίκησε τα ψυχικά και σωματικά πάθη με τη χάρη του Χριστού, για να μη μένει αργός από τους πολέμους του εχθρού και καταδικαστεί, όπως νόμιζε από την πολύ μεγάλη ταπείνωσή του, παρακαλούσε το Θεό να του πάρει τη χάρη της απάθειας. Γι' αυτόν ο Ιωάννης της Κλίμακος, γεμάτος έκπληξη, έγραψε ότι «υπάρχουν μερικοί που είναι πιο απαθείς από τους απαθείς, όπως ο Σύρος εκείνος...»
Ένα κείμενο που συνέγραψαν οι πατέρες της Ιεράς Μονής Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
Τί μάς διδάσκει το εκκλησιαστικό παρελθόν σχετικώς με την υπακοή στον Πνευματικό μας Πατέρα, όταν πρόκειται περί θέματος Πίστεως, δογματικό ή σχετικό με τους ιερούς Κανόνες; Οφείλουμε αδιάκριτη υπακοή όταν ο Πνευματικός αντιτεθεί προς την Παράδοση της Εκκλησίας ή όχι; Παίρνουμε επάνω μας έναντι Θεού την ευθύνη της «ανυπακοής» ή μάς καλύπτει η υπακοή στον Χριστό βάσει της αλαθήτου Παραδόσεως της Εκκλησίας; Σε τούτα τα ερωτήματα θα προσπαθήσουμε να δώσουμε μερικές απαντήσεις.
1.Ο Πνευματικός πρέπει να είναι ο καλύτερος δυνατός, από πάσης απόψεως.
2. Ο Πνευματικός, επειδή είναι «εις τύπον και τόπον Χριστού», δεν μπορεί να αποδέχεται αιρέσεις.
3. Απαγορεύεται η αδιαφορία ή η σιωπή περί των αιρέσεων εκ μέρους του Πνευματικού.
4. Τι λέγει η Αγία Γραφή για την αξιέπαινη απείθεια.
5. Ο Μοναχός πρέπει να φεύγει από την υπακοή σε αιρετικό Ηγούμενο, σύμφωνα με τους ιερούς Κανόνες.
6. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος συνιστά ανυπακοή στους κακόδοξους εκκλησιαστικούς ηγέτες.
7. Η «Κλίμαξ» διευκρινίζει ότι ο ταπεινός μοναχός αντιλέγει στους Προεστώτες, εάν πρόκειται περί Πίστεως.
8. Το έμπρακτο υπόδειγμα του Αγίου Γρηγορίου του Δεκαπολίτου.
9. Η διδασκαλία του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου.
10. Ο Άγιος Ιγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ υπέρ της προσεκτικής υπακοής.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
Εισαγωγή
Το θέμα της υπακοής στον Πνευματικό Πατέρα, όσον αφορά στα θέματα Πίστεως, θέμα ιδιαιτέρως λεπτό και άγνωστο, περιλαμβάνεται στο γενικότερο θέμα της υπακοής στον Επίσκοπο, διότι η σχέση Πνευματικού-Εξομολόγου και πιστού δεν νοείται χωριστά από τη σχέση του χριστιανού με τον Επίσκοπο της Εκκλησιαστικής Κοινότητος· ο Πνευματικός δεν καθοδηγεί ιδίω δικαίω τους πιστούς βάσει της Ιερωσύνης του, αλλά με ενταλτήριο γράμμα του οικείου Επισκόπου, καθώς ορίζουν οι ιεροί Κανόνες και πλέον φανερά ο 50ος (46) της εν Καθαγένη αγίας Τοπικής Συνόδου. {1} Έτσι, εν πολλοίς ισχύει και περί του Πνευματικού Πατρός, ό,τι ήδη έχουμε πει σε αναφορά προς τον Επίσκοπο και την ανάμειξη των λαϊκών στα θέματα Πίστεως σε προηγούμενες ενότητες.
Εάν δηλαδή οι πιστοί έχουν το δικαίωμα βάσει του παραδείγματος των Αγίων στην εκκλησιαστική ιστορία, αλλά και βάσει των ιερών Κανόνων, να απειθούν σε αιρετίζοντες Επισκόπους και να αποχωρίζονται από την κοινωνία (και την κοινότητά) των (όπως ορίζουν κυρίως οι ιεροί Κανόνες 31ος Αποστολικός και 15ος της Πρωτοδευτέρας Συνόδου), πολλώ μάλλον πρέπει να διαχωρίζονται από Πνευματικούς, οι οποίοι αναπτύσσουν χωρίς μεταμέλεια ετερόδοξα φρονήματα.
Αν ο Επίσκοπος, στη θέση του οποίου ενεργεί ο Πνευματικός το Μυστήριον της προς Θεόν καθοδηγήσεως των πιστών, μυστήριον Μετανοίας και Εξομολογήσεως, δεν είναι "ex officio" («εκ του αξιώματος») αλάθητος, πολύ περισσότερο ο Πνευματικός, ο οποίος μετέχει της χάριτος της Ιερωσύνης σε βαθμό μικρότερο από τον Επίσκοπο, δεν είναι οπωσδήποτε αλάθητος.
1. Ο Πνευματικός μας πρέπει να είναι ο καλύτερος δυνατός, από πάσης απόψεως.
Πολύ συχνά οι Προεστώτες της Εκκλησίας υπενθυμίζουν το καθήκον της υπακοής στους Επισκόπους και Πρεσβυτέρους και στα εντάλματά τους, αλλά στο Ποίμνιο είναι μόνον ολίγο γνωστό τι είδους άνθρωποι οφείλουν να είναι και οι Κληρικοί, οι οποίοι δίνουν κατευθύνσεις.
Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, στο ψυχωφελέστατο έργο του Πνευματικά Γυμνάσματα, γράφει τα εξής, παραπέμποντας και στο Μέγα Βασίλειο:
«Εξέτασαι την επιμέλειαν όπου βάνεις εις το να εύρης ένα καλόν πνευματικόν· διότι ποία άλλη μεγαλυτέρα ανάγκη είναι εις εσέ, ωσάν το να εύρης ένα καλόν οδηγόν εις μίαν οδοιπορίαν όπου έχεις να κάμης τόσον κινδυνώδη, καθώς είναι το να πορευθής εις τον ουρανόν; [...]
Τώρα στοχάσου αγαπητέ εις ποταπόν κίνδυνον ευρίσκεσαι, ανίσως όχι μόνον δεν γυρεύης τοιούτον πνευματικόν άξιον δια να σε οδηγήση ορθώς εις την σωτηρίαν σου και να σε ιατρεύση καλώς από τα πάθη και τας αμαρτίας σου, αλλά και αποφεύγης αυτόν [...]
Θαυμαστό όραμα για την αξία των πατερικών βιβλίων...
Πώς οι δαίμονες τρέμουν όταν οι πιστοί μελετούν πατερικά βιβλία
Όραμα του γέροντα Σωφρόνιου (μαθητού του οσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ)
Το μοναστήρι του Νιαμέτς ήταν για την Μολδαβία ό,τι και το μοναστήρι της Άγιας Τριάδος στην Ρωσία, ό,τι της Λαύρας των Σπηλαίων του Κιέβου για την Ουκρανία, ό,τι το Άγιον Όρος για την Ελλάδα. Για πέντε αιώνες ήταν το κέντρο της θρησκευτικής διαφώτισης στην Μολδαβία. Από εκεί βγήκε ο περίφημος μολδαβός γέροντας Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ, ιδρυτής και πατέρας του θεσμού των γερόντων στη Ρωσία στους έσχατους καιρούς.
Εκεί ένας από τους πολλούς μαθητές του οσίου Παϊσίου, ο Σωφρόνιος, που εκείνη την εποχή ήταν ηγούμενος, όντας πνευματικός άνθρωπος και αυστηρός ασκητής, είδε ένα όραμα...
Μία νύχτα, νομίζοντας πως πλησίαζε να ξημερώσει, ο Σωφρόνιος βγήκε από την πύλη του μοναστηριού και κοίταξε προς την εξωτερική πύλη, εκεί που σήμερα βρίσκεται το αγίασμα. Εκεί είδε ένα άνθρωπο που ήταν μαύρος στην όψη και φοβερός στο θέαμα.
Φορούσε στρατιωτικό μανδύα και φώναζε δυνατά, όπως κάνουν οι αξιωματικοί όταν δίνουν διαταγές στους στρατιώτες. Τα μάτια του ήταν κόκκινα και γυάλιζαν σαν φλόγες. Το στόμα του ήταν σαν των πιθήκων και τα δόντια του εξείχαν απ' αυτό. Στη μέση του ήταν περιτυλιγμένο ένα τεράστιο φίδι, του οποίου το κεφάλι κρεμόταν προς τα κάτω κι από το στόμα του έβγαινε η γλώσσα σαν ξίφος.
Στους ώμους του είχε σιρίτια, που είχαν το σχήμα κεφαλών φιδιών και στο κεφάλι του φορούσε ένα καπέλο, απ` όπου ξεπρόβαλαν φαρμακερά φίδια και τυλίγονταν σαν μαλλιά γύρω απ` το λαιμό του.
Μόλις ο γέροντας Σωφρόνιος αντίκρισε όλα αυτά, πέτρωσε από τον φόβο. Μετά από λίγο συνήλθε κάπως και ρώτησε τον άρχοντα αυτό του σκότους τι γύρευε τέτοια ώρα στον περίβολο του μοναστηριού.
«Είναι δυνατό να μην ξέρεις ότι εγώ δίνω διαταγές εδώ στο μοναστήρι σου»;απάντησε ο μαύρος. «Εμείς δεν έχουμε στρατό εδώ κι η πατρίδα μας διανύει περίοδο απόλυτης ειρήνης», είπε ο ηγούμενος.
«Τότε», συνέχισε ο μαύρος δαίμονας, «μάθε πως εμένα με έστειλαν οι αόρατοι άρχοντες του σκότους και βρισκόμαστε εδώ για να εγείρουμε πόλεμο εναντίον την μοναχικής τάξης. Όταν κατά την κουρά σας δίνετε τους μοναχικούς σας όρκους, δηλώνετε ότι θα μας πολεμάτε και μας προξενείτε πολλές πληγές με το πνευματικό σας οπλοστάσιο».
Ταυτίζεται ο σωματικός θάνατος με τον «εγκεφαλικό θάνατο»; Οχι!
Ο «εγκεφαλικά νεκρός» ασθενής μπορεί να βρίσκεται σε κατάσταση κώματος και άπνοιας, όμως τα περισσότερα όργανά του λειτουργούν με την κατάλληλη ιατρική υποστήριξη· έτσι, όταν του αφαιρούν τα όργανα, είναι ακόμα ζεστός, η καρδιά του ακόμα λειτουργεί και το αίμα του κυκλοφορεί! (Dr. Alan Shewmon, διεθνούς φήμης Καθηγητής Παιδ. Νευρολογίας στο UCLA (Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, Λος Άντζελες).
Θα σου πουν ότι τα όργανα τα παίρνουν όταν ο άνθρωπος είναι νεκρός. Αυτό δεν είναι αλήθεια.
Υπάρχουν καταγραμμένες αρκετές περιπτώσεις «εγκεφαλικά νεκρών» που επανήλθαν από αυτή την κατάσταση.
Τα ζωτικά όργανα των «δωρητών» παίρνονται ενώ αυτοί είναι ακόμα ΖΩΝΤΑΝΟΙ, με αποτέλεσμα να γίνεται βίαιη διακοπή της ζωής τους κατά τη διαδικασία της λήψης των οργάνων τους.
Πολλοί και κορυφαίοι επιστήμονεςστην Ελλάδα (Κ. Καρακατσάνης 2001, Ε. Παναγόπουλος 1998, Μ. Βρεττός 1999, Ι. Κουντουράς 1999, Κ. Χριστοδουλίδης 1995, Ν. Μπαλαμούτσος 1999, Ν. Κωνσταντινίδης 1999, Μ. Γκιάλα 1999, A. Αβραμίδης 1995, Π. Κούγιας 1999, Α. Γουλιανός 1999, κ.α.) και στο εξωτερικό (R.D. Truog 1992, D.A. Shewmon 1997, R.M. Taylor 1997, κ.α.), εκφράζουν σοβαρές επιστημονικές ενστάσεις και δεν διστάζουν να προτείνουν ακόμη και την πλήρη εγκατάλειψη της έννοιας του «Εγκεφαλικού Θανάτου».
Ο Καθηγητής Παιδ. Αναισθησιολογίας στο κορυφαίο Πανεπιστήμιο των Η.Π.Α., Harvard, και Διευθυντής της Μονάδας Εντατικής Θεραπείας στο Πανεπιστημιακό, Παιδιατρικό Νοσοκομείο Βοστώνης Dr. Robert D. Truog δηλώνει:
«O Εγκεφαλικός Θάνατος παραμένει ασυνάρτητος στη θεωρία και συγκεχυμένος στην πράξη. Επιπλέον, ο μόνος σκοπός που εξυπηρετεί αυτή την έννοια (του εγκεφαλικού θανάτου), είναι η διευκόλυνση εξεύρεσης οργάνων προς μεταμόσχευση.
Γι’ αυτό, άλλωστε, και «εφευρέθηκε» μόλις το 1968 η έννοια του «εγκεφαλικού θανάτου» από κάποιους επιστήμονες του Harvard.»
Το γεγονός του θανάτου είναι μεγάλο μυστήριο, θα μας πουν οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας, και κανείς δεν γνωρίζει ούτε πρόκειται ποτέ να γνωρίσει, πότε (ποια ακριβώς χρονική στιγμή) η ψυχή αποχωρίζεται από το σώμα...
Γιατί συνήθως οἱ ἄνθρωποι ὅταν αἰσθάνονται ὀλίγοι δέν ἀναπαύονται, θέλουν νά πηγαίνουν μέ τούς πολλούς κι ἄς πηγαίνουν οἱ πολλοί εἰς τόν βυθόν. Τό νά πορεύεται κανείς εἰς τήν ἰδικήν του πίστιν καί νά ἔχει ὀλίγους μόνο κοντά του αὐτό δέν τόν ἀναπαύει.
Ένα χειμωνιάτικο πρωινό ο περίφημος Ρουμάνος ασκητής Κλεόπας Ιλιέ βρισκόταν στο Ιερό ενός μοναστηριακού Ναού και διάβαζε γονατιστός την ακολουθία της Θείας Μεταλήψεως.
Μετά από λίγη ώρα μπήκε στην Εκκλησία για να προσευχηθεί μια γυναίκα που είχε έρθει στο Μοναστήρι από το βράδυ.
Προσκυνούσε όλες τις εικόνες και έκανε παντού μετάνοιες, διηγείται ο πατήρ Κλεόπας.
Δεν γνώριζε ότι κάποιος ήταν μέσα στην Εκκλησία.
Την παρατηρούσα συνεχώς από την Ωραία Πύλη.
Εκείνη, αφού προσκύνησε τις εικόνες, γονάτισε στο μέσον της Εκκλησίας, ύψωσε τα χέρια της και έλεγε από την καρδιά της αυτά τα λόγια:
- Κύριε, μη με εγκαταλείπεις!...Κύριε, μη με εγκαταλείπεις!...
Είδα τότε ένα λαμπρό κίτρινο φως γύρω της και τρόμαξα!...
Η γυναίκα έπεσε με το πρόσωπο στη γη και προσευχόταν σιωπηλά.
Η φωτεινή νεφέλη που την περιέλουζε, μεγάλωσε περισσότερο και μετά σιγά-σιγά εξαφανίστηκε....
Αφού έσβησε το Θείο φως, σηκώθηκε στα πόδια της και βγήκε έξω από την Εκκλησία.
Ήταν μια απλή γυναίκα από τα γειτονικά χωριά μας...
Ιδού λοιπόν, ποιος έχει το δώρο της προσευχής!...
Να που οι λαϊκοί ξεπερνούν καμιά φορά τους Μοναχούς!....
Εγώ έκανα μετά προσκομιδή και από την μεγάλη μου συγκίνηση άρχισα να κλαίω και έτρεμα με τα χαρτιά μνημονεύσεως στο χέρι.
Μόνον ο Θεός γνωρίζει πόσοι εκλεκτοί υπάρχουν σ' αυτόν τον κόσμο...
Η Ρουμάνα χωρική και το Άκτιστο Φως
Μοναχού Σεραφείμ, από το βιβλίο "Χαρίσματα και Χαρισματούχοι",