Τούτοι απόψε οι χαιρετισμοί, έξω από μια εκκλησία κλειστή....
Ξεκίνησες το απόγευμα για τους χαιρετισμούς... Ήξερες ότι θα την βρεις κλειστή την εκκλησία. Σκεφτόσουν να τους ακούσεις από το ράδιο, αλλά κάτι σε έσπρωχνε να πας ως εκεί...
Σε λίγο ήσουν έξω από τον ναό... Κοίταξες το ρολόι του κινητού. Ήταν ακριβώς 19:00. Η πόρτα της εκκλησίας κλειστή. Έσκυψες το κεφάλι κοντά με την ελπίδα να ακούσεις έναν ψαλμό... μια ευχή... τίποτα.
Η θλίψη των ημερών δεν σε άφηνε να ηρεμήσεις. Η έκπληξη και η απορία για όσα συμβαίνουν... Κι ας τα ξερες από πριν... Κι ας το 'χες δει γραμμένο τόσες και τόσες φορές: Ότι προδόθηκε, ότι σταυρώθηκε, ότι χλευάστηκε, ότι υπέφερε...
Δεν το χώραγε το μυαλό σου ότι επαναλαμβανόταν πάλι από την αρχή...
Και κάθε φορά που συλλογιζόσουν τα πάθη Του, που τα αναβίωναν άρχοντες κοσμικοί και εκκλησιαστικοί, κυβερνήσεις αντίχριστες και άθεες, δεν σταματούσες να φωνάζεις στον εαυτό σου: Υποκρίτρια!...
Η επίσημη εκκλησία Τον παραδίδει πάλι στον Πιλάτο, μα πόσες φορές και συ δεν Tον πρόδωσες, πόσες φορές δεν κάρφωσες τα καρφιά Του πιο βαθειά, με τον τρόπο της ζωής σου, με τα πάθη σου, με την αμέλεια που δείχνεις για την σωτηρία σου;...
Η αλήθεια δεν κατέβαινε στο λαιμό σου. Σαν κόμπος που σε έπνιγε... Η αλήθεια που δε βγήκε προς τα έξω, ασφυκτιούσε τώρα μέσα σου και πνιγόσουν κι εσύ μαζί της...
Για να ησυχάσεις λίγο τη φωνή της συνείδησης που σε έκαιγε, έβγαλες την σύνοψη να διαβάσεις τους χαιρετισμούς.
Με τον Δεσπότη και αρχιερέα Χριστό να σε κοιτάει από ψηλά, είπες χαμηλόφωνα το "Δι' ευχών"...
Δεν πρόλαβες να πεις πολλά...
"Ανοίξω το στόμα μου και πληρωθήσεται πνεύματος"... μέχρι εκεί είχες φτάσει, όταν ένιωσες ξαφνικά να σου κόβονται τα πόδια. Ένα βάρος ξαφνικά να σε πιέζει στην καρδιά... Λύθηκες στο κλάμα...
Θεέ μου Παντοκράτορα... τι 'ν τούτο πάλι;...
Κοίταξες γύρω σου... κανείς...
"Καί λόγον ἐρεύξομαι, τῇ βασιλίδι Μητρί" και ένιωσες να ξεψυχάς... Το στόμα σου κουνιόταν, μα δεν έβγαινε λέξη... Κόμπιασες, έκανες να καταπιείς και ένιωσες δροσιά ανέκφραστη μέσα στο στόμα σου, που κατέβαινε μες την καρδιά σου!...
Ήσουν συγκλονισμένη, αλλά έκανες ότι δεν δίνεις σημασία. Μη δώσεις πάτημα στον πονηρό, που εξετάζει κινήσεις και διαθέσεις της στιγμής, για να σε περιπαίξει...
Συνέχισες να διαβάζεις σαν να μην τρέχει τίποτα..
Και δώστου "Χριστού Βίβλον έμψυχον" και "Ἀδάμ ἐπανόρθωσις", και "Ρόδον αμάραντον" και "Αγνείας θησαύρισμα"...
Μπέρδευες τα λόγια σου, τα χέρια σου έτρεμαν...
"Ελέησον με ο Θεός" και δώστου κλάμα... "Ο Θεός εις την βοήθειάν μου πρόσχες" και κρατήθηκες από την εξωτερική κολώνα του ναού για να μην πέσεις...
"Κύριε εισάκουσον την προσευχήν μου"... "Ότι κατεδίωξεν ο εχθρός την ψυχή μου"... και σείονταν τα μέσα σου...
Σαν να κατέρρεε ο κόσμος γύρω σου, σαν να γινόταν πόλεμος και συ απλώς προσπαθούσες να κρατηθείς όρθια.
"Κοίτα τα χάλια σου, ούτε τους χαιρετισμούς δεν μπορείς να προσφέρεις σωστά στην Παναγία"... σκέφτηκες.
Μα συνέχισες...
"Πιστεύω" και "Άξιον εστι", και "Το προσταχθέν μυστικώς λαβών εν γνώσει"...
Οι λογισμοί σου σε κατέκλυσαν και η ανάγνωση σταμάτησε:
Θεέ μου γύρω μου ερημιά, ο κόσμος "κοιμάται". Ούτε αμάξια δεν περνούν, τα πάντα σα πεθαμένα. Γιατί τόσος θόρυβος μέσα μου; Γιατί τόση ταραχή;...
Σε προδώσαμε Χριστέ μου... Ιεράρχες, κληρικοί, λαϊκοί, οικογένειες, γονείς, παιδιά, πόλεις και χώρες ολάκερες, κοσμικοί άρχοντες, πλούσιοι και φτωχοί σε προδώσαμε Χριστέ μου...
Κι οι λογισμοί κραύγαζαν εντός σου: Κοιμάται ο κόσμος!..
Σιγή νεκρική...
Και σου θύμισε την εκκωφαντική σιωπή πριν την κατρακύλα...
Την απόλυτη σιωπή πριν το βαρύγδουπο πέσιμο...
Την πνιγηρή σιγή πριν την μεγάλη πτώση...
Κι ενώθηκε η θλίψη σου με τα δάκρυα κι αυτά με την ανάγνωση:
"Τους σους υμνολόγους Θεοτόκε", "Όρθρος φαεινός..." και "Ιλαστήριον του κόσμου"..."Εξέστη τα σύμπαντα", "Ισχύς και οχύρωμα"..."Τη Yπερμάχω "Στρατηγώ" και τα "Χαίρε"...
Πόσα χαίρε... Πόσα σταυροκοπήματα... Πόσο καρδιοχτύπι...
Δεν Τον αγαπάμε τον Υιό σου Παναγιά... Δεν Τον θέλουμε στις ζωές μας... Δεν παλεύουμε αρκετά γι ' Αυτόν...
Σιωπούμε... συναινούμε... είμαστε ένοχοι...
Και τα χέρια σου γύρισαν σελίδες πίσω και έπεσες πάνω στους στίχους:
"Νέαν έδειξεν κτίσιν"...
"Όλος ην εν τοις κάτω και των άνω ουδόλως απήν"...
και "Πάσα φύσις αγγέλων"...
Και ξάφνου ένιωσες συνωστισμό...
Σαν να σου φάνηκε ότι έξω από την κλειστή εκκλησία, σε αυτό το μικρο μπαλκονάκι του ναού, έγινε φοβερή κοσμοσυρροή, μεγάλο συναπάντημα... Έντονες παρουσίες...
Και Πάλι "Τη Υπερμάχω Στρατηγώ"... "Άσπιλε, αμόλυντε"... Και "Δός ημίν Δέσποτα"... και "Αγιε άγγελε των ψυχών και των σωμάτων ημών"... και "Δι' ευχών των αγίων Πατέρων ημών"...
Και δώστου πλημμύρα χαράς και αγάπης...
Δώστου ελπίδα ξαφνική και πίστη ακράδαντη...
Ό,τι δηλαδή δεν είχες ποτέ, πήρε μεμιάς μορφή μες την καρδιά σου...
Και δώστου άνοιγμα καρδιάς, πλάτιασμα, ευρυχωρία, ανακούφιση, παρηγοριά, παράκληση, γλυκιά αδημονία...
"Κύριε των Δυνάμεων δεν είναι δικά μου όλα αυτά... Τα σα εκ των σων... Και τι να σου προσφέρω;... " σκέφτηκες...
"Γω τώρα ειδικά σε ξεπουλάω Κύριε, σου κλείνω την πόρτα Χριστέ μου. Και των ναών και της καρδιάς μου... Για να μη χάσω την άνεση, τη βόλεψή μου, την ζωούλα μου..."
Μονολογούσες και σκούπιζες με την μπλούζα σου τα δάκρυά σου...
Μα μια φωνή μέσα σου συνέχιζε να διαβάζει: "Ύμνος άπας ηττάται συνεκτείνεσθαι σπεύδων, τω πλήθει των πολλών οικτιρμών Σου"... και "ουδέν τελούμεν άξιον, ων δέδωκας ημίν"...
Οι χαιρετισμοί έφταναν στο τέλος τους... Είχε έρθει η ώρα για να φύγεις...
Μα πώς; Δεν ξεκόλλαγαν τα πόδια! Είσαι με τα καλά σου; σκέφτηκες...
Μόνη σου εδώ τι θα κάνεις; Στο μπαλκόνι, στη βεράντα του ναού;... Νύχτωσε. Δεν βλέπεις γύρω σου;...
Μα όλη η ύπαρξη σου αρνιόταν πεισματικά να απομακρυνθεί από τον Πλάστη Της.
Και θυμήθηκες εκείνο το "Aν ξέραμε πόση ευλογία υπάρχει την ώρα της Θ. Λειτουργίας στον Ναό, θα μαζεύαμε και την σκόνη από κάτω, για να πλύνουμε το πρόσωπό μας" και κοίταξες τα πόδια σου.
Συγκλονίστηκες...
"Πατάω χώμα άγιο" ψέλλισες...
Και σήκωσες το βλέμμα σου στην πόρτα την κλειστή, και η σκέψη σου μεμιάς διαπέρασε τους τοίχους κι έφτασε στην Αγία Τράπεζα...
Η φαντασία σου ζωντάνεψε το ιερό, τα λείψανα τα άγια, τις σεπτές εικόνες, τους αγίους που είναι μέσα.
Τους ένιωσες μέσα στην εκκλησιά ολοζώντανους, με αίμα να ρέει ζεστό βαθειά στις φλέβες τους...
...να βγαίνουν λέει από το ξύλο και να κινούνται αέρινα προς την πόρτα του ναού, από την μέσα πλευρά!...
Και συ ανεπαίσθητα έσκυψες έξω από την πόρτα, για να τους βάλεις μετάνοια...
Να πιάσεις το ράσο τους το ευλογημένο και πολύμοχθο...
Να χαϊδέψεις τα μάτια αυτά, που δεν χόρτασαν ύπνο...
Να ακουμπήσεις το στόμα εκείνο το σεπτό, που δοξολογούσε αδιάλειπτα και υπέμενε με χαρά τα πάθη...
Που πέταγε σπίθες ζεστές, όταν άνοιγε, για να ομολογήσει Χριστό, όταν Εκείνος διωκόταν...
Σας προδώσαμε άγιοι του Θεού... Σας προδώσαμε ως κράτος, ως χώρα, ως Έθνος, ως Εκκλησία, ως ψυχές, ως άνθρωποι...
Συγνώμη άγιοι...
Συγνώμη Χριστέ μου...
Σας προδίδουμε. Όλες αυτές τις μέρες, τις ώρες, τις βδομάδες, γιατί δεν αντιδράμε.
Γιατί υπακούμε τυφλά σε κυβερνήσεις και εκκλησιαστικές ηγεσίες...
χάριν της πολιτικής ορθότητας,
χάριν της κοινωνικής ευταξίας,
χάριν της εθνικής συνοχής,
χάριν της ατομικής προστασίας,
χάριν του γενικου καλού,
χάριν της δημόσιας υγείας,
χάριν της εκκλησιαστικής ενότητας,
χάριν της αδιάκριτης υπακοής...
Προδώσαμε τους αγώνες, τα αίματα που χύσατε, το μαρτύριο σας, τους λόγους σας...
"Εδώ παιδί μου είμαστε"... σε κεραυνοβόλησε μια σκέψη!...
Τρόμαξες! Δεν μπορεί σκέφτηκες! Ο πονηρός σε κοροϊδεύει...
Και τότε τις είδες!... Τις είδες αληθινά! Και μη που πεις πως πιότερο αληθινά είναι τα σάρκινα απ' τα πνευματικά τα μάτια!...
Τις είδες με τα μάτια της ψυχής...
Τις ένιωσες να παίρνουν μορφή οι πόνοι και οι κόποι τους.
Είδες τις άγιες τις ψυχές ξαφνικά εμπρός σου!...
Πήραν μορφή μέσα από την σκέψη σου και την φαντασία σου.
Τις είδες όμως, όχι όπως τις προσκυνάμε στις ιερές εικόνες: Αγιογραφημένες, λεβέντικες, με ίσιες κορμοστασιές, με τα όμορφα, πορφυροβαμμένα, βασιλικά, αρχοντικά τους ράσα...
Όχι!... Δεν ήταν έτσι!...
Τις είδες, όπως ήταν στην επίγεια ζωή τους!... Με τα ιερά τους τραύματα και παθήματα χαραγμένα πάνω στις ψυχές τους!...
Και φώναζε η μορφή τους βροντερά... Σε κούφαινε σαν κραυγή δυνατή μες τα σωθικά σου...
Τα μάτια σου πλημμύρισαν από την αλήθεια τους... Θαμπώθηκες από τη Χάρη τους... Ντράπηκες από την πολλή σου αναξιότητα...
Απόρησες από το πλήθος των χαρισμάτων τους, που ακτινοβολούσαν στα βλέμματά τους...
Κόπηκε η ανάσα σου από συντριβή... Λύγισαν τα γόνατα από την αμαρτωλότητά σου...
Είδες ράσα φθαρμένα... Είδες πρόσωπα, ισχνά, αδύνατα, βαθουλωμένα.
Πρόσωπα που έλαμπαν με φως ιλαρό, μα με μάτια υγρά σκεπτικά, θλιμμένα.
Είδες σκαμμένα μάγουλα, ροδαλά μα και ρυτιδιασμένα...
Είδες χέρια και πόδια γεμάτα ουλές, παραμορφωμένα, κομμένα...
Είδες σώματα καμένα μα άφθαρτα, που μυροβλύζαν αγιότητα...
Είδες βλέμματα γεμάτα συμπάθεια, σπλαχνικά, φιλάνθρωπα, μα και θλιμμένα, απορημένα...
Είδες πρόσωπα οικεία...
Είδες αγίους, που επικαλείσαι μια ζωή...
Και φώναζε η μορφή τους, φλυαρούσαν τα τραύματα και οι πληγές, κραύγαζε η ταλαιπώρια των σωμάτων και η σωφροσύνη των ψυχών...
Κι έγραφε ακούραστα η πένα της ψυχής τους, λόγια σωστικά μέσα στα σωθικά σου...
Και σου περιέγραφαν εντός σου, οι αναστάσιμες μορφές των αγίων Πατέρων:
Ξέρεις τι είναι να είσαι λεπρός και να μην εξουσιάζει η λέπρα τη ζωή σου;
Ξέρεις τι είναι να είσαι με κομμένη γλώσσα, μα να ομολογείς Χριστό αδιάλειπτα;
Ξέρεις τι είναι να είσαι τυφλός, μα να βλέπεις το Θεό;
Ξέρεις τι είναι να κόβονται τα μέλη σου, να είσαι ακρωτηριασμένος, μα να είσαι θεραπευμένο μέλος του σώματος του Χριστού;
Ξέρεις τι είναι να έχει το σώμα σου καρκίνο, μα η ψυχή σου να είναι οδοδείχτης για την πνευματική υγεία των αδερφών;
Ξέρεις τι είναι να είναι το σώμα σου καμένο, καρβουνιασμένη η σάρκα σου, και η ψυχή σου να αναδίδει την δρόσο και τις σταλαγματιές της Θείας Χάριτος;
Ξέρεις τι είναι να είσαι κωφός και η ψυχή σου να συναγάλλεται με τους αγγέλους, μες τις ψαλμωδίες των Σεραφείμ και των Χερουβείμ;
Να ακούει η ψυχή σου χωρίς τ' αυτιά τα σάρκινα, τα χαίρε τα ακατάπαυστα;
Τα αλληλούια τα χερουβικά;
Τα "Άγιος ο Θεός" και τα αμήν τα μελίρρυτα;
Όχι δεν ξέρω, σκέφτηκες. Μα να που όλα όσα δεν ήξερες, δεν είχες ποτέ σου συλλογιστεί, αγνοούσες και παραμέριζες, ζώντας σαρκικά και κοσμικά, ήρθαν και έσκασαν μπρος στα μάτια σου ξαφνικά και απροκάλυπτα...
Και σαν να μην έφταναν, όσα σου αποκαλύπτονταν κείνη την ώρα, στο πτωχό σου μυαλουδάκι, ήρθε και σύσσωμη η φωνή των αγίων που είχες μπροστά σου να σε αποστομώσει:
"Φυλάμε τα άγια παιδί μου... Τα νοερά άγια... Τις άγιες ψυχές... Τον άγιο νοερό ναό του Κυρίου... Το σώμα της εκκλησίας..."
"Μετανοήστε παιδί μου...
Ετοιμάζεστε κάθε ώρα και στιγμή...
Ο Κύριος ποθεί ψυχές φλεγόμενες...
Μη φοβάσθε τους άρχοντες...
Φυλάξτε την Αλήθεια και θα σας φυλάξει Κύριος ο Θεός..."
Και σου ήρθε λιγοθυμιά, έτσι όπως ήσουνα σκυφτή...
Και έκλαιγες για ώρα και έκλαψες πολύ... Κείνο το κλάμα το γλυκόπικρο... της αναστάσιμης θλίψης και της πένθιμης χαράς...
Και η χαρμολύπη του Χριστού φύσηξε άνεμο δυνατό κι όλος ο πόνος και η θλίψη των ημερών φτερούγισαν μακριά από μέσα σου...
Φυλάτε εμάς, εσείς, άγιοι του Θεού;
Φυλάτε εμάς, που το μόνο που φυλάμε, είναι η ζωούλα μας;"
Την άχαρη και άψυχη και αχρωμάτιστη ζωή χωρίς εσάς... Χωρίς Χριστό... Χωρίς την Προστασία τη Φοβερά...
Φυλάτε εμάς, που σας προδίδουμε κι όμως συνεχίζουμε να λέμε: Φύλα μας Παναγιά;...
Που ακόμα σκεφτόμαστε: Έχει ο Θεός... Θα μας φυλάξει ο Θεός...
Πώς το κάνετε αυτό άγιοι, παρ' όλη την έμπρακτη απιστία μας;
Και αναρωτήθηκες συντετριμμένη: Γιατί μένεις βουβή; Για πόσο ακόμη;...
Και έκλαψες με αναφιλητά, γιατί ήξερες τις απαντήσεις...
Και μετά σιωπή... Και ήσουν πάλι μόνη... Εκκωφαντικά μόνη...
Το κεφάλι σου βούιζε, σαν να έμεινες εντελώς μόνη σου ξαφνικά... Σαν να άδειασε ολάκερος ο κόσμος γύρω σου...
Σαν να είχε εκλείψει το είδος το ανθρώπινο. Σαν να ήταν ακατοίκητος ο πλανήτης...
Μα όχι σκέφτηκες... Είναι όλα εκεί... Όλα τα αληθινά είναι ζωντανά. Τα σεμνά, τα ταπεινά, τα άγια...
Κι ο εαυτός σου σε μάλωνε: Μετανόησε, εξομολογήσου, μην καθυστερείς και ο αόρατος κόσμος του Χριστού θα ξαναζωντανεύει πάντα...
Μα όταν ηχήσουν πάλι οι καμπάνες... Όταν γεμίσουν πάλι οι ναοί...
Όταν μπεις πάλι μέσα στον Ναό, να μην ξεχάσεις ποτέ εκείνο το πώς και το γιατί και το για πόσο...
Πριν μπεις πάλι μέσα στον Ναό, μην ξεχάσεις να ξεκαθαρίσεις μέσα σου:
Γιατί Τον αγαπάς;
Πώς Τον αγαπάς;
Για πόσο θα Τον αγαπάς;
Είναι εκεί... Είναι πάντα εκεί... Δίπλα σου... Ζωντανός...
Θες να Τον δεις ψυχή μου;
Ξύπνα...
Αντίδρασε...
Μετανόησε...
Υπερασπίσου τις άγιες ψυχές, που "στήνουν πλάτη" ανάμεσα σε σένα και τους δαίμονες καθημερινά...
Που φυλάνε για σένα "Θερμοπύλες"...
Να αμυνθείς τα άγια!... Τα ιερά! Την πίστη την ζωντανή που σε καλεί!
Το σφράγισμα, το χρίσμα, τη δωρεά του αγίου πνεύματος που έλαβες!...
Μη σιωπάς...
Μη σκύβεις το κεφάλι...
Τούτοι απόψε οι χαιρετισμοί έξω από μια εκκλησία κλειστή, αποκάλυψη μεγάλη...
Ζει Κύριος ο Θεός...
Με την παντοδυναμία Του, σπάει με ορμή πάνω στα βράχια της αγνωσίας μας, κάθε τι δήθεν κι υποκριτικό...
Και με τις παιδαγωγίες Του, μας καλεί να έρθουμε σε επίγνωση, σε αυτογνωσία...
Χαίρε Θεοτόκε Παρθένε και Συ και ο Υιός Σου ο Μονογενής... Για πάντα χαίρε...
Τούτοι απόψε οι χαιρετισμοί, έξω από μια εκκλησία κλειστή....
Λαμπρινή Παπαποστόλου για Λόγος Φωτός