Η πνευματική πτωχεία και το πένθος.
Η σωτηρία και η ένωση της ψυχής με τον Θεό.
Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς
Η ταπείνωση.
Ο Κύριος μακαρίζει όσα είναι αντίθετα στα καλά του κόσμου, λέγοντας: «Μακάριοι οι "πτωχοί τω πνεύματι", γιατί δική τους είναι η βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. 5, 3). Γιατί, λέγοντας "μακάριοι οι πτωχοί", πρόσθεσε "τω πνεύματι"; Για να δείξει ότι μακαρίζει και αποδέχεται τη μετριοφροσύνη της ψυχής.
Και γιατί δεν είπε "μακάριοι οι πτωχοί το πνεύμα" - αφού και έτσι θα δηλωνόταν η μετριοφροσύνη -, αλλά είπε "μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι"; για να μάς δείξει ότι και η σωματική φτώχεια είναι άξια μακαρισμού και προξενεί την ουράνια βασιλεία, αλλά
όταν ασκείται από ταπείνωση της ψυχής και είναι ενωμένη μαζί της και ξεκινά από αυτήν.
Μακαρίζοντας δηλαδή τους "πτωχούς τω πνεύματι", υπέδειξε με θαυμαστό τρόπο, ποια είναι σαν να λέμε η ρίζα, η οποία προξενεί την πτωχεία που παρατηρείται στους Αγίους. Και η ρίζα είναι το πνεύμα τους.
Αφού δηλαδή το πνεύμα εγκολπωθεί τη χάρη του ευαγγελικού κηρύγματος, αναβλύζει από μέσα του πηγή πτωχείας που ποτίζει όλο το πρόσωπο της γης μας (Γεν. 2, 6), δηλαδή τον εξωτερικό άνθρωπο, και τον κάνει παράδεισο αρετών. Αυτού του είδους η πτωχεία μακαρίζεται από το Θεό.
Δίνοντας λοιπόν ο Κύριος στους ανθρώπους αυτόν το συνοπτικό λόγο, κατά τον Προφήτη (Ησ. 10, 23), έδειξε την αιτία της θεληματικής και πολύμορφης φτώχειας, και αφού την έδειξε και τη μακάρισε, περιέλαβε σ' αυτήν τα αποτελέσματά της που είναι πολλά, μιλώντας με λίγα λόγια για όλα.
Μπορεί δηλαδή να είναι κανείς ακτήμων, λιτοδίαιτος, εγκρατής και μάλιστα θεληματικά, αλλά για να δοξάζεται από τους ανθρώπους. Αυτός λοιπόν δεν είναι "πτωχός τω πνεύματι". Γιατί η υποκρισία γεννιέται από την οίηση, και η οίηση είναι αντίθετη της "πτωχείας εν πνεύματι".
Ενώ εκείνος που έχει το πνεύμα του συντετριμμένο, μετρημένο και ταπεινό, είναι αδύνατο να μη χαίρεται και στην εξωτερική του φτώχεια και ταπείνωση· και τούτο γιατί θεωρεί τον εαυτό του ανάξιο για τη δόξα, την καλοπέραση, την αφθονία και όλα αυτά.
Και αυτός είναι ο φτωχός που μακαρίζεται από το Θεό, όποιος δηλαδή νομίζει ανάξιο τον εαυτό του γι' αυτά τα αγαθά. Και αυτός είναι ο αληθινά φτωχός, όποιος δε βιώνει το μισό μόνο περιεχόμενο του ονόματος "φτωχός".
Γι' αυτό και ο θείος Λουκάς είπε "μακάριοι οι πτωχοί" (Λουκ. 6, 20), χωρίς να προσθέσει "τω πνεύματι". Και αυτοί είναι όσοι άκουσαν και ακολούθησαν και έγιναν όμοιοι με τον Υιό του Θεού που λέει: «Μάθετε από μένα ότι είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά, και θα βρείτε ανάπαυση στις ψυχές σας» (Ματθ. 11, 29), γι' αυτό και η βασιλεία του Θεού τους ανήκει. Γιατί είναι συγκληρονόμοι του Χριστού (Ρωμ. 8, 17).
Επειδή η ψυχή διακρίνεται σε τρεις δυνάμεις κι αποτελείται από τρία μέρη, το λογιστικό, το θυμικό και το επιθυμητικό, και είναι άρρωστη και στα τρία, ο Χριστός, θέλοντας να τη θεραπεύσει, άρχισε εύλογα τη θεραπεία από το τελευταίο, την επιθυμία.
Υλικό που εξάπτει το θυμικό είναι η επιθυμία που δεν ικανοποιείται, κι ο μετεωρισμός της διάνοιας προέρχεται από το ότι και τα δύο αυτά νοσούν. Και δεν μπορεί ποτέ να θεραπευτεί ούτε το θυμικό, αν δε θεραπευτεί πρωτύτερα η επιθυμία, ούτε το λογιστικό, αν δε θεραπευτούν προηγουμένως τα άλλα δύο.
Η φιλαργυρία.
Πρώτο κακό γέννημα του επιθυμητικού, αν εξετάσεις, θα βρεις πως είναι η φιλοκτημοσύνη. Δεν είναι υπαίτιες οι επιθυμίες που συντελούν στη ζωή του ανθρώπου, γι' αυτό και μας συνοδεύουν από την πολύ μικρή ηλικία. Ενώ η φιλαργυρία αναφύεται ύστερα από λίγο, όταν ακόμη είμαστε παιδιά. Από αυτό φαίνεται ότι η φιλαργυρία δεν έχει την αρχή της στη φύση, αλλά στην προαίρεση. Και δίκαια ο θεσπέσιος Παύλος την ονόμασε ρίζα όλων των κακών (Α΄ Τιμ. 6, 10).
Γιατί η φιλαργυρία γεννά πολλά κακά· ανελεημοσύνες, απάτες, αρπαγές, κλοπές, και γενικά κάθε είδος πλεονεξίας, την οποία ο ίδιος Παύλος ονόμασε δεύτερη ειδωλολατρία (Κολ. 3, 5). Ακόμη σε όσα κακά δε φυτρώνουν από αυτή, σε όλα σχεδόν προμηθεύει τα υλικά της υπάρξεώς τους. Κι αυτά είναι όσα πάθη γεννιούνται από τη φιλοϋλία της ψυχής, που δεν έχει προθυμία για αγαθοεργία.
Από τα πάθη που γεννιούνται από την προαίρεσή μας, ελευθερωνόμαστε ευκολότερα, παρά από τα πάθη που έχουν την αρχή τους στη φύση. Τα πάθη της φιλαργυρίας τα κάνει ν' αποβάλλονται δύσκολα η απιστία στην πρόνοια του Θεού. Γιατί εκείνος που δεν πιστεύει σ' αυτή, στηρίζεται στα χρήματα.
Και ενώ ακούει τον Κύριο που λέει ότι «ευκολότερο είναι να περάσει η καμήλα από την τρύπα της βελόνας, παρά ο πλούσιος στη βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. 19, 24), αυτός δε λογαριάζει για τίποτε τη βασιλεία, και μάλιστα βασιλεία ουράνια και αιώνια, αλλά ποθεί πλούτο, γήινο και προσωρινό. Ποθεί πλούτο, ο οποίος κι όταν δεν αποκτηθεί, και μόνον που ποθείται προξενεί τεράστια ζημία. Γιατί, όπως λέει ο Παύλος, όσοι επιθυμούν να πλουτίσουν, πέφτουν σε πειρασμούς και παγίδες του διαβόλου (Α΄ Τιμ. 6, 9).
Αλλά και όταν έρθει ο πλούτος, δείχνει ότι δεν είναι τίποτε, αφού οι ιδιοκτήτες του εξακολουθούν να τον διψούν σαν να μην τον έχουν λάβει και δε διδάχτηκαν μήτε από την πείρα τους. Και δεν προέρχεται από την ανέχεια ο ολέθριος αυτός έρωτας· μάλλον εκείνη προέρχεται από αυτόν, κι αυτός προέρχεται από την αφροσύνη, από την οποία πολύ δίκαια ονόμασε ο Κύριος άφρονα εκείνον που θα χαλούσε τις αποθήκες του για να κτίσει μεγαλύτερες (Λουκ. 12, 18).
Πώς δηλαδή δεν είναι άφρων εκείνος, ο οποίος για πράγματα, που δεν μπορούν να ωφελήσουν σε τίποτε (αφού σε κανέναν δε δίνουν ζωή τα υπάρχοντά του, όσο περίσσια κι αν είναι (Λουκ. 12, 15)) προδίδει τα ωφελιμότερα; Και δεν είναι ούτε σοφός πραγματευτής, ώστε να διαθέτει όσο μπορεί κι αυτά τα αναγκαία, για να αυξάνει το κεφάλαιο του πραγματικά πολύ επικερδούς πνευματικού εμπορίου και της πολύ αποδοτικής πνευματικής γεωργίας.
Η γεωργία αυτή, και πριν ακόμη φτάσει ο καιρός του θερισμού, εκατονταπλασιάζει το σπόρο που ξοδεύτηκε, σαν να προδιαγράφει το μελλοντικό κέρδος και τη συγκομιδή όταν έρθει ο καιρός, που θα είναι ανέκφραστα και αφάνταστα. Και το παράδοξο είναι ότι αυτό ισχύει τόσο περισσότερο, όσο από φτωχότερες αποθήκες βγαίνει ο σπόρος. Επομένως, ούτε για αγαθοεργία δεν απομένει πρόφαση στους ανθρώπους να επιθυμούν τον πλούτο.
Στην πραγματικότητα φοβούνται τη φτώχεια, μη πιστεύοντας σ' Εκείνον, που υποσχέθηκε ότι θα δώσει όλα τα αναγκαία σ' εκείνους που ζητούν τη βασιλεία του Θεού (Ματθ. 6, 33). Και με τη σκέψη μόνο αυτή σαν αφορμή, ακόμη κι αν τα έχουν όλα, δεν ελευθερώνονται ποτέ από τη νοσηρή και ολέθρια αυτή επιθυμία, αλλά μαζεύοντας πάντοτε, φορτώνουν τον εαυτό τους άχρηστο φορτίο, ή μάλλον του κατασκευάζουν παράδοξο τάφο, ενώ είναι ακόμη ζωντανοί.
Γιατί οι νεκροί θάβονται στο κοινό χώμα, ενώ ο νους του ζωντανού φιλάργυρου θάβεται στο χρυσάφι που κι αυτό είναι χώμα. Κι αυτός ο τάφος είναι πιο βρωμερός από τον άλλο, για όσους έχουν υγιείς τις πνευματικές αισθήσεις. Και τόσο πιο βρωμερός είναι, όσο με περισσότερο χρυσό τον έχει σκεπάσει. Γιατί η δυσωδία της πληγής των αθλίων θαμμένων διαπερνά το πάχος αυτού του τάφου και φτάνει μέχρι τον ουρανό, στους Αγγέλους του Θεού και στο Θεό. Από αυτό γίνονται σιχαμεροί και πράγματι άξιοι αποστροφής, γιατί —κατά τον Δαβίδ - βρόμισαν εξαιτίας της αφροσύνης τους (Ψαλμ. 37, 6).
Από το βρωμερό και νεκροποιό αυτό πάθος απαλλάσσει τους ανθρώπους η θεληματική και χωρίς ανθρωπαρέσκεια ακτημοσύνη, η οποία ταυτίζεται με την "εν πνεύματι πτωχεία" που μακάρισε ο Κύριος. Η ψυχή που έχει αυτό το πάθος, είναι αδύνατο να ζήσει σε υποταγή. Κι αν εξακολουθεί να το καλλιεργεί όσο μπορεί, υπάρχει μεγάλος φόβος να υποστεί ανεπανόρθωτες σωματικές συμφορές.
Ο Γιεζή από την Παλαιά Διαθήκη και ο Ιούδας από την Καινή Διαθήκη είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα. Ο πρώτος έβγαλε λέπρα (Δ΄ Βασ. 5, 27), σαν δείγμα της αθεράπευτης ψυχής του, ενώ ο άλλος κρεμάστηκε στον αγρό του αίματος, και αφού έπεσε από την αγχόνη, σχίστηκε η κοιλιά του και χύθηκαν τα σπλάχνα του (Πράξ. 1, 18).
Αν τώρα η απάρνηση των εγκοσμίων προηγείται από την υποταγή, πώς θα γίνει το δεύτερο πριν πραγματοποιηθεί το πρώτο; Κι αν στοιχειώδης αρχή της μοναχικής ζωής είναι η απάρνηση των εγκοσμίων, πώς θα διεξαγάγει καλά κάποιον από τους άλλους μοναχικούς αγώνες εκείνος που δεν απαρνήθηκε πρώτα τα χρήματα; Θα έλεγε κανείς· αφού ένας τέτοιος μοναχός είναι ακατάλληλος για την υποταγή, ας πάει να ησυχάσει μόνος του σε ένα κελί και ν' αφοσιωθεί στη μελέτη και στην προσευχή.
Λέει όμως ο Κύριος: «Όπου είναι ο θησαυρός σου, εκεί θα είναι και ο νους σου» (Ματθ. 6, 21). Πώς λοιπόν θα ατενίσει νοερά Εκείνον που κάθεται στα δεξιά της θείας Μεγαλοσύνης ψηλά στον ουρανό (Εβρ. 1, 3), αυτός που θησαυρίζει κάτω στη γη; Ή πώς θα κληρονομήσει τη βασιλεία, την οποία ούτε στο νου του να βάλει δεν του επιτρέπει το πάθος της φιλαργυρίας; Γι' αυτό είναι μακάριοι οι "πτωχοί τω πνεύματι", γιατί σ' αυτούς ανήκει η βασιλεία των ουρανών (Ματθ. 5, 3).
Βλέπεις πόσα πάθη περιέκοψε ο Κύριος με ένα μακαρισμό; Αλλά δεν είναι μόνον αυτά, γιατί η φιλοκτημοσύνη είναι μόνο το πρώτο γέννημα της πονηρής επιθυμίας. Υπάρχει και δεύτερο, το οποίο ακόμη περισσότερο πρέπει να αποφύγουμε, αλλά και τρίτο, όχι λιγότερο κακό. Ποιο είναι λοιπόν το δεύτερο;